3,274,216
edits
(22) |
m (Text replacement - "<i>τὸ [[" to "τὸ [[") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο (Α [[κωλυτήριος]], -ία -ον) [[κωλυτήρ]]<br />αυτός που εμποδίζει κάποιον ή [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το κωλυτήριο</i>(<i>ν</i>)<br />χοντρό [[σχοινί]] με το οποίο δενόταν [[σφιχτά]] το [[πυροβόλο]] στη [[βάση]] του για να αποφευχθεί ο [[ανατροχασμός]] του [[κατά]] την [[εκπυρσοκρότηση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b | |mltxt=-α, -ο (Α [[κωλυτήριος]], -ία -ον) [[κωλυτήρ]]<br />αυτός που εμποδίζει κάποιον ή [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το κωλυτήριο</i>(<i>ν</i>)<br />χοντρό [[σχοινί]] με το οποίο δενόταν [[σφιχτά]] το [[πυροβόλο]] στη [[βάση]] του για να αποφευχθεί ο [[ανατροχασμός]] του [[κατά]] την [[εκπυρσοκρότηση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[κωλυτήριον]]<br /><i>το</i> [[εμπόδιο]]. | ||
}} | }} |