ορίζω: Difference between revisions

3 bytes removed ,  14 January 2019
m
Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [["
(29)
 
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[ὁρίζω]], Α ιων. τ. [[οὐρίζω]]) [<i>όρος</i> (Ι)]<br /><b>1.</b> [[θέτω]] τα γεωγραφικά όρια ή [[χρησιμεύω]] ως όριο, δηλ. [[προσδιορίζω]] τη [[θέση]] τόπου, χώρας ή λαού (α. «τα Πυρηναία ορίζουν την Ισπανία [[προς]] βορράν» β. «τὴν αρχὴν ὥριζεν αὐτῷ ή Ἐρυθρά Θάλαττα», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[διατυπώνω]] τον ορισμό έννοιας<br /><b>3.</b> [[διατάζω]], [[προστάζω]]<br /><b>4.</b> [[καθορίζω]], [[προσδιορίζω]] («ἡ Δίκη... ἐν ἀνθρώποισιν ὥρισεν νόμους», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> έχω [[κάτω]] από τον έλεγχό μου ή έχω [[κάτω]] από την [[εξουσία]] μου, [[διοικώ]] ή [[εξουσιάζω]] κάποιον ή [[κάτι]] («και [[ποιος]] τά ορίζει τα χωριά και [[ποιος]] τά κουμαντάρει», δημ. [[τραγούδι]])<br /><b>2.</b> [[τοποθετώ]] κάποιον σε [[θέση]] ή [[αξίωμα]], [[διορίζω]] («ο [[δάσκαλος]] όρισε τους επιμελητές της τάξης γι' αυτήν την [[εβδομάδα]]»)<br /><b>3.</b> (η προστ.) <i>ορίστε</i><br />α) (ως δεικτ. [[μόριο]]) να, πάρε («ορίστε το [[βιβλίο]] που μού ζήτησες»)<br />β) (ως επιφών. για [[έκφραση]] δυσαρέσκειας) [[ιδού]] («ορίστε [[κατάσταση]]!»)<br />γ) (ως ερωτ. [[μόριο]]) πώς, τί («ορίστε; πώς το είπατε;»)<br />δ) (ως [[απάντηση]] σε ονομαστική [[κλήση]]) στις προσταγές σας, στις διαταγές σας<br /><b>4.</b> (η μτχ. πληθ. του αρσ., θηλ. και ουδ. του παθ. παρακμ. ως επίθ.) <i>ορισμένοι</i>, -<i>ες</i>, -<i>α</i><br />μερικοί, κάποιοι («υπάρχουν ορισμένα προβλήματα που [[πρέπει]] να λυθούν»)<br /><b>5.</b> (το θηλ. της μτχ. του ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) <i>η ορίζουσα</i><br /><b>μαθημ.</b> μαθηματική [[παράσταση]] που χρησιμοποιείται [[ιδίως]] για τη [[λύση]] συστημάτων γραμμικών εξισώσεων<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «[[καλώς]] όρισες» και «[[καλώς]] ορίσατε» — [[καλώς]] ήλθες, [[καλώς]] ήλθατε<br />β) «[[καλώς]] να ορίσει» — [[είναι]] [[ευπρόσδεκτος]]<br />γ) «ορίστε από 'δω» ή «ορίστε [[μέσα]]» — περάστε από 'δω, περάστε [[μέσα]]<br />δ) «ορίστε μας!»<br />(ως [[έκφραση]] δυσαρέσκειας ή ως [[κατάληξη]] επίπληξης, απαγόρευσης ή εντολής) ακούς [[εκεί]], πρόσεχε, δεν [[θέλω]] [[αντίρρηση]]<br />ε) «όρισα τον [[σκύλο]] μου κι ο [[σκύλος]] την [[ουρά]] του» — λέγεται για όσους δεν εκτελούν μια [[εντολή]] ή ένα [[χρέος]] που τους ανατέθηκε και τά αναθέτουν σε άλλους<br />στ) «ορίστε, περάστε, καθίστε» — [[παρακαλώ]] περάστε, καθίστε<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[χειροτονώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διαχωρίζω]], [[αποχωρίζω]]<br /><b>2.</b> [[στέλνω]] [[μακριά]], [[απομακρύνω]] («χειμὼν ἄλλοσ' ἄλλον ὥρισεν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[διέρχομαι]] [[μέσα]] από [[κάτι]], [[διαπερνώ]] [[κάτι]]<br /><b>4.</b> [[συνορεύω]], [[γειτνιάζω]] («πλὴν ὅσον αὐτῆς πρὸς τὴν Ἀσίαν οὐρίζει», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>5.</b> [[καθορίζω]] την [[ποινή]] («καὶ θάνατον μὲν ὡρικέναι τὴν ζημίαν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>μέσ.</b> <i>ὁρίζομαι</i><br />α) [[λαμβάνω]] υπό την [[κατοχή]] μου, [[καταλαμβάνω]]<br />β) έχω υπό τη διαχείρισή μου, καρπώνομαι [[κάτι]] («[[μέρος]] τῆς οὐσίας ἑαυτῷ ὁρίζεσθαι», Λυσ.)<br />γ) (ως [[δικανικός]] όρος) [[υποθηκεύω]]<br />δ) [[ιδρύω]], [[στήνω]] («ἔνθ' ὁρίζεται βωμούς... Διΐ», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ὁρίζω]] τινὰ ἀπό» — [[αναγκάζω]] κάποιον να απομακρυνθεί, [[εξορίζω]]<br />β) «[[ὁρίζω]] θεόν» — [[θεοποιώ]]<br />γ) «[[ὁρίζω]] τι εἴς τι»<br />(με μτφ. σημ.) [[περιορίζω]] [[κάτι]] σύμφωνα με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>8.</b> (η μτχ. αρσ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) <i>ὁ [[ὁρίζων]]<br /><b>βλ.</b> [[ορίζοντας]].
|mltxt=(ΑΜ [[ὁρίζω]], Α ιων. τ. [[οὐρίζω]]) [<i>όρος</i> (Ι)]<br /><b>1.</b> [[θέτω]] τα γεωγραφικά όρια ή [[χρησιμεύω]] ως όριο, δηλ. [[προσδιορίζω]] τη [[θέση]] τόπου, χώρας ή λαού (α. «τα Πυρηναία ορίζουν την Ισπανία [[προς]] βορράν» β. «τὴν αρχὴν ὥριζεν αὐτῷ ή Ἐρυθρά Θάλαττα», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[διατυπώνω]] τον ορισμό έννοιας<br /><b>3.</b> [[διατάζω]], [[προστάζω]]<br /><b>4.</b> [[καθορίζω]], [[προσδιορίζω]] («ἡ Δίκη... ἐν ἀνθρώποισιν ὥρισεν νόμους», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> έχω [[κάτω]] από τον έλεγχό μου ή έχω [[κάτω]] από την [[εξουσία]] μου, [[διοικώ]] ή [[εξουσιάζω]] κάποιον ή [[κάτι]] («και [[ποιος]] τά ορίζει τα χωριά και [[ποιος]] τά κουμαντάρει», δημ. [[τραγούδι]])<br /><b>2.</b> [[τοποθετώ]] κάποιον σε [[θέση]] ή [[αξίωμα]], [[διορίζω]] («ο [[δάσκαλος]] όρισε τους επιμελητές της τάξης γι' αυτήν την [[εβδομάδα]]»)<br /><b>3.</b> (η προστ.) <i>ορίστε</i><br />α) (ως δεικτ. [[μόριο]]) να, πάρε («ορίστε το [[βιβλίο]] που μού ζήτησες»)<br />β) (ως επιφών. για [[έκφραση]] δυσαρέσκειας) [[ιδού]] («ορίστε [[κατάσταση]]!»)<br />γ) (ως ερωτ. [[μόριο]]) πώς, τί («ορίστε; πώς το είπατε;»)<br />δ) (ως [[απάντηση]] σε ονομαστική [[κλήση]]) στις προσταγές σας, στις διαταγές σας<br /><b>4.</b> (η μτχ. πληθ. του αρσ., θηλ. και ουδ. του παθ. παρακμ. ως επίθ.) <i>ορισμένοι</i>, -<i>ες</i>, -<i>α</i><br />μερικοί, κάποιοι («υπάρχουν ορισμένα προβλήματα που [[πρέπει]] να λυθούν»)<br /><b>5.</b> (το θηλ. της μτχ. του ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) <i>η ορίζουσα</i><br /><b>μαθημ.</b> μαθηματική [[παράσταση]] που χρησιμοποιείται [[ιδίως]] για τη [[λύση]] συστημάτων γραμμικών εξισώσεων<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «[[καλώς]] όρισες» και «[[καλώς]] ορίσατε» — [[καλώς]] ήλθες, [[καλώς]] ήλθατε<br />β) «[[καλώς]] να ορίσει» — [[είναι]] [[ευπρόσδεκτος]]<br />γ) «ορίστε από 'δω» ή «ορίστε [[μέσα]]» — περάστε από 'δω, περάστε [[μέσα]]<br />δ) «ορίστε μας!»<br />(ως [[έκφραση]] δυσαρέσκειας ή ως [[κατάληξη]] επίπληξης, απαγόρευσης ή εντολής) ακούς [[εκεί]], πρόσεχε, δεν [[θέλω]] [[αντίρρηση]]<br />ε) «όρισα τον [[σκύλο]] μου κι ο [[σκύλος]] την [[ουρά]] του» — λέγεται για όσους δεν εκτελούν μια [[εντολή]] ή ένα [[χρέος]] που τους ανατέθηκε και τά αναθέτουν σε άλλους<br />στ) «ορίστε, περάστε, καθίστε» — [[παρακαλώ]] περάστε, καθίστε<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[χειροτονώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διαχωρίζω]], [[αποχωρίζω]]<br /><b>2.</b> [[στέλνω]] [[μακριά]], [[απομακρύνω]] («χειμὼν ἄλλοσ' ἄλλον ὥρισεν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[διέρχομαι]] [[μέσα]] από [[κάτι]], [[διαπερνώ]] [[κάτι]]<br /><b>4.</b> [[συνορεύω]], [[γειτνιάζω]] («πλὴν ὅσον αὐτῆς πρὸς τὴν Ἀσίαν οὐρίζει», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>5.</b> [[καθορίζω]] την [[ποινή]] («καὶ θάνατον μὲν ὡρικέναι τὴν ζημίαν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>μέσ.</b> <i>ὁρίζομαι</i><br />α) [[λαμβάνω]] υπό την [[κατοχή]] μου, [[καταλαμβάνω]]<br />β) έχω υπό τη διαχείρισή μου, καρπώνομαι [[κάτι]] («[[μέρος]] τῆς οὐσίας ἑαυτῷ ὁρίζεσθαι», Λυσ.)<br />γ) (ως [[δικανικός]] όρος) [[υποθηκεύω]]<br />δ) [[ιδρύω]], [[στήνω]] («ἔνθ' ὁρίζεται βωμούς... Διΐ», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ὁρίζω]] τινὰ ἀπό» — [[αναγκάζω]] κάποιον να απομακρυνθεί, [[εξορίζω]]<br />β) «[[ὁρίζω]] θεόν» — [[θεοποιώ]]<br />γ) «[[ὁρίζω]] τι εἴς τι»<br />(με μτφ. σημ.) [[περιορίζω]] [[κάτι]] σύμφωνα με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>8.</b> (η μτχ. αρσ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ [[ὁρίζων]]<br /><b>βλ.</b> [[ορίζοντας]].
}}
}}