προσαγωγός: Difference between revisions

m
Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [["
(1b)
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ό / [[προσαγωγός]], -όν, ΝΑ [[προσάγω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που πλησιάζει ένα [[πράγμα]] [[προς]] [[κάτι]] [[άλλο]] («προσαγωγοί μύες»<br />[ανατ.] μύες που φέρνουν ένα [[τμήμα]] του σώματος [[προς]] το [[μέσο]] επίπεδο ή [[προς]] τον άξονα ενός άκρου και, ειδικότερα, [[τρεις]] ισχυροί μύες του μηρού, ο [[μακρός]] [[προσαγωγός]], ο [[βραχύς]] [[προσαγωγός]] και ο [[μέγας]] [[προσαγωγός]])<br /><b>2.</b> (ανατ. -ιατρ.) [[χαρακτηρισμός]] ανατομικών στοιχείων που η [[λειτουργία]] τους ασκείται από την [[περιφέρεια]] [[προς]] το [[κέντρο]] ενός οργάνου, όπως [[είναι]] λ.χ. τα προσαγωγά αρτηρίδια τών μαλπιγγιανών σωματίων τών νεφρών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που διακρίνεται για την ικανότητά του να προσάγει, [[θελκτικός]], [[ελκυστικός]] ή [[πειστικός]] («ἐπὶ τὸ προσαγωγότερον τῇ ἀκροάσει ἢ αληθέστερον», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[διεγερτικός]]<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[προσαγωγός]]<br /><b>πιθ.</b> [[προσαγωγεύς]].
|mltxt=-ό / [[προσαγωγός]], -όν, ΝΑ [[προσάγω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που πλησιάζει ένα [[πράγμα]] [[προς]] [[κάτι]] [[άλλο]] («προσαγωγοί μύες»<br />[ανατ.] μύες που φέρνουν ένα [[τμήμα]] του σώματος [[προς]] το [[μέσο]] επίπεδο ή [[προς]] τον άξονα ενός άκρου και, ειδικότερα, [[τρεις]] ισχυροί μύες του μηρού, ο [[μακρός]] [[προσαγωγός]], ο [[βραχύς]] [[προσαγωγός]] και ο [[μέγας]] [[προσαγωγός]])<br /><b>2.</b> (ανατ. -ιατρ.) [[χαρακτηρισμός]] ανατομικών στοιχείων που η [[λειτουργία]] τους ασκείται από την [[περιφέρεια]] [[προς]] το [[κέντρο]] ενός οργάνου, όπως [[είναι]] λ.χ. τα προσαγωγά αρτηρίδια τών μαλπιγγιανών σωματίων τών νεφρών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που διακρίνεται για την ικανότητά του να προσάγει, [[θελκτικός]], [[ελκυστικός]] ή [[πειστικός]] («ἐπὶ τὸ προσαγωγότερον τῇ ἀκροάσει ἢ αληθέστερον», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[διεγερτικός]]<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[προσαγωγός]]<br /><b>πιθ.</b> [[προσαγωγεύς]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm