επίστιος: Difference between revisions

m
Text replacement - "<i>ἡ [[" to "ἡ [["
m (Text replacement - "<i>τὸ [[" to "τὸ [[")
m (Text replacement - "<i>ἡ [[" to "ἡ [[")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπίστιος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[εφέστιος]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[ἐπίστιος]]<br />το [[ανίσωμα]]. το [[κρασί]] που προσέφεραν [[κατά]] την [[υποδοχή]] ξένου<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[ἐπίστιον]]<br />στεγασμένος [[τόπος]] όπου φυλάγονταν τα ανελκυσμένα πλοία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο Αρίσταρχος ερμηνεύει τη λ. <i>επίστιον</i> «[[εφέστιος]]», [[πράγμα]] που δημιουργεί προβλήματα, ενώ φαίνεται πιθανότερο να προέρχεται από θ. <i>επι</i>-<i>στα</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[ίστημι]]). Το δε θηλ. η [[επίστιος]] απαντά ως επίθ. στη λ. [[κύλιξ]] και έχει τη [[σημασία]] [[εφέστιος]] «επί της εστίας», [[σημασία]] που [[προφανώς]] αποδόθηκε εσφαλμένα και στο ουδ. <i>επίστιον</i> από τον Αρίσταρχο. Η [[επίστιος]] [[κύλιξ]] «[[κούπα]] [[πάνω]] στην [[εστία]]» αποτελούσε [[ένδειξη]] καλής υποδοχής].
|mltxt=[[ἐπίστιος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[εφέστιος]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[ἐπίστιος]]<br />το [[ανίσωμα]]. το [[κρασί]] που προσέφεραν [[κατά]] την [[υποδοχή]] ξένου<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[ἐπίστιον]]<br />στεγασμένος [[τόπος]] όπου φυλάγονταν τα ανελκυσμένα πλοία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο Αρίσταρχος ερμηνεύει τη λ. <i>επίστιον</i> «[[εφέστιος]]», [[πράγμα]] που δημιουργεί προβλήματα, ενώ φαίνεται πιθανότερο να προέρχεται από θ. <i>επι</i>-<i>στα</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[ίστημι]]). Το δε θηλ. η [[επίστιος]] απαντά ως επίθ. στη λ. [[κύλιξ]] και έχει τη [[σημασία]] [[εφέστιος]] «επί της εστίας», [[σημασία]] που [[προφανώς]] αποδόθηκε εσφαλμένα και στο ουδ. <i>επίστιον</i> από τον Αρίσταρχο. Η [[επίστιος]] [[κύλιξ]] «[[κούπα]] [[πάνω]] στην [[εστία]]» αποτελούσε [[ένδειξη]] καλής υποδοχής].
}}
}}