3,273,003
edits
m (Text replacement - "<i>τὸ [[" to "τὸ [[") |
m (Text replacement - "<i>ἡ [[" to "ἡ [[") |
||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό, θηλ. και -ά (ΑΜ [[ἱερός]], -ά, -όν και [[ἱερός]], -όν, Α ιων. και ποιητ. τ. [[ἱρός]], -ή, -όν, δωρ. τ. [[ἱαρός]], αιολ. τ. [[ἶρος]] και ἴαρος)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θεό ή στη [[λατρεία]] του και γενικά στη [[θρησκεία]], [[άγιος]], όσιος (α. «[[ιερό]] [[ευαγγέλιο]]» β. «[[ιερή]] [[εικόνα]]»)<br /><b>2.</b> (για γήινα πράγματα) αυτός που [[είναι]] αφιερωμένος στον θεό (α. «[[ιερός]] [[ναός]]» β. «ἱερὸν τὸ [[σῶμα]] τῷ θεῷ [[δίδωμι]] ἔχειν» — για όσους αφιερώνουν τον εαυτό τους στον θεό, <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> ([[κυρίως]] για [[τόπο]]) αυτός που τελεί υπό την [[προστασία]] του θεού (α. «Τροίης ἱερὸν [[πτολίεθρον]]», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «ἱερὸς [[κύκλος]]» — [[κυκλικός]] [[τόπος]], δικαστική [[έδρα]] η οποία τελεί υπό την [[προστασία]] του [[Διός]])<br /><b>4.</b> αυτός τον οποίο δεν μπορεί να προσβάλει ή να παραβιάσει [[κάποιος]], [[απαραβίαστος]], [[ακαταπάτητος]], [[σεβαστός]], [[σεπτός]] (α. «[[ιερός]] όρκος» β. «ἱεροὶ βασιλεῑς», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) <b>ιατρ.</b> «ιερά [[νόσος]]» — η [[επιληψία]]<br />β) <b>ανατ.</b> «[[ιερό]] [[οστό]]» — το έσχατο από τα οστά της σπονδυλικής στήλης, το τριγωνικό [[οστό]] που παρεμβάλλεται [[μεταξύ]] τών δύο λαγόνιων οστών και κλείνει από το [[πίσω]] [[μέρος]] την πυελική [[κοιλότητα]]<br />γ) «[[ιερός]] [[πόλεμος]]» — [[πόλεμος]] [[κατά]] τών απίστων, [[σταυροφορία]]<br />δ) «[[ιερός]] [[λόχος]]» — στρατιωτικό [[σώμα]] 300 επίλεκτων Θηβαίων νέων που συγκροτήθηκε τον 4ο π. Χ. αιώνα και του οποίου οι άνδρες πολεμούσαν προσφέροντας τον εαυτό τους στην [[υπηρεσία]] της πατρίδας τους και τών θεών τους<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται [[προς]] [[χάριν]] του θεού και της πίστεως<br /><b>2.</b> [[σύμφωνος]] με τη [[θέληση]] του θεού, [[θεάρεστος]] («[[ιερή]] [[πράξη]]»)<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ιερά</i><br />το σχολικό [[μάθημα]] τών θρησκευτικών<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «ιερά [[άγκυρα]]» — [[άγκυρα]] που ποντίζεται σε έσχατη [[ανάγκη]]<br />β) <b>ανατ.</b> i) «ιερά [[αρτηρία]]» — [[ονομασία]] τριών αρτηριών της ουραίας αορτής, μια [[υποτυπώδης]] [[συνέχεια]] της αορτής στο [[ιερό]] [[οστό]]<br />ii) «ιερά λεμφογάγγλια» — τα [[πέντε]] ή έξι λεμφογάγγλια που βρίσκονται [[μπροστά]] στο [[ιερό]] [[οστό]]<br />iii) «ιερά [[νεύρα]]» — τα νωτιαία [[νεύρα]] που βγαίνουν από τον νωτιαίο [[σωλήνα]] διά μέσου τών ιερών τρημάτων<br />iv) «[[ιερό]] [[πλέγμα]]» — νευρικό [[πλέγμα]] που αποτελείται από το οσφυϊκό [[στέλεχος]]<br />γ) «ιερά [[ιστορία]]» — η [[συστηματική]] [[έρευνα]] και [[έκθεση]] τών διαφόρων ιστορικών και θείων γεγονότων της Αγίας Γραφής, που διδάσκεται στα σχολεία ως ιδιαίτερο [[μάθημα]]<br />δ) «Ιερά Συμμαχία» — [[συμμαχία]] τών ηγεμόνων της Ευρώπης που ιδρύθηκε [[μετά]] την [[πτώση]] του Ναπολέοντος και η οποία διακήρυξε ότι είχε σκοπό τη [[διακυβέρνηση]] της Ευρώπης σύμφωνα με τη [[θεία]] [[διδασκαλία]] του Χριστού, ενώ στην [[πραγματικότητα]] αποσκοπούσε στην [[κατάπνιξη]] τών επαναστατικών και εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων της Ευρώπης<br />ε) «Ιερά Σύνοδος» — συντομευμένος [[τίτλος]] της Διοικήσεως της Αυτοκέφαλης Ελληνικής Εκκλησίας<br />στ) «[[ιερός]] [[λόχος]]»<br />i) το στρατιωτικό [[σώμα]] που συγκροτήθηκε από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη στη Φωξάνη της Μολδοβλαχίας [[κατά]] την [[έναρξη]] της Ελληνικής Επανάστασης και καταστράφηκε [[σχεδόν]] εντελώς στο Δραγατσάνι στις 8 Ιουνίου 1821<br />ii) στρατιωτικό [[σώμα]] 300 [[περίπου]] [[ανδρών]] που σχηματίστηκε στη Θήβα με την [[έκρηξη]] του Ρωσοτουρκικού πολέμου (1876-1877) από νεαρούς φοιτητές, επιστήμονες και στρατιωτικούς, για να συμμετάσχει στην [[εξέγερση]] του υπόδουλου ελληνισμού στη [[Θεσσαλία]]<br />iii) [[στρατιωτικός]] [[σχηματισμός]] που συγκροτήθηκε από την ελεύθερη ελληνική [[κυβέρνηση]] του Καΐρου από επίλεκτους αξιωματικούς [[κυρίως]], ο [[οποίος]] έδρασε από 1941-1944 στη Βόρεια Αφρική και στο Αιγαίο<br />(<b>νεοελλ.-μσν.</b>)<br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[ιερό]](<i>ν</i>)<br />το ενδότερο [[μέρος]] του ορθόδοξου ναού όπου βρίσκεται η Αγία Τράπεζα, το Άγιο Βήμα<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «Ιερά Εξέταση» <br />α) ειδικό δικαστήριο από κληρικούς της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, αρμόδιο για την [[αναζήτηση]] και τον σκληρό κολασμό τών [[κατά]] το [[καθολικό]] [[δόγμα]] αιρετικών, τών ετεροδόξων και αλλοθρήσκων<br />β) (μτφ. και συνεκδ.) δικαστική ή αστυνομική [[ανάκριση]] και [[δίωξη]] που διενεργείται με απάνθρωπα [[μέσα]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[εκλεκτός]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b | |mltxt=-ή, -ό, θηλ. και -ά (ΑΜ [[ἱερός]], -ά, -όν και [[ἱερός]], -όν, Α ιων. και ποιητ. τ. [[ἱρός]], -ή, -όν, δωρ. τ. [[ἱαρός]], αιολ. τ. [[ἶρος]] και ἴαρος)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θεό ή στη [[λατρεία]] του και γενικά στη [[θρησκεία]], [[άγιος]], όσιος (α. «[[ιερό]] [[ευαγγέλιο]]» β. «[[ιερή]] [[εικόνα]]»)<br /><b>2.</b> (για γήινα πράγματα) αυτός που [[είναι]] αφιερωμένος στον θεό (α. «[[ιερός]] [[ναός]]» β. «ἱερὸν τὸ [[σῶμα]] τῷ θεῷ [[δίδωμι]] ἔχειν» — για όσους αφιερώνουν τον εαυτό τους στον θεό, <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> ([[κυρίως]] για [[τόπο]]) αυτός που τελεί υπό την [[προστασία]] του θεού (α. «Τροίης ἱερὸν [[πτολίεθρον]]», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «ἱερὸς [[κύκλος]]» — [[κυκλικός]] [[τόπος]], δικαστική [[έδρα]] η οποία τελεί υπό την [[προστασία]] του [[Διός]])<br /><b>4.</b> αυτός τον οποίο δεν μπορεί να προσβάλει ή να παραβιάσει [[κάποιος]], [[απαραβίαστος]], [[ακαταπάτητος]], [[σεβαστός]], [[σεπτός]] (α. «[[ιερός]] όρκος» β. «ἱεροὶ βασιλεῑς», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) <b>ιατρ.</b> «ιερά [[νόσος]]» — η [[επιληψία]]<br />β) <b>ανατ.</b> «[[ιερό]] [[οστό]]» — το έσχατο από τα οστά της σπονδυλικής στήλης, το τριγωνικό [[οστό]] που παρεμβάλλεται [[μεταξύ]] τών δύο λαγόνιων οστών και κλείνει από το [[πίσω]] [[μέρος]] την πυελική [[κοιλότητα]]<br />γ) «[[ιερός]] [[πόλεμος]]» — [[πόλεμος]] [[κατά]] τών απίστων, [[σταυροφορία]]<br />δ) «[[ιερός]] [[λόχος]]» — στρατιωτικό [[σώμα]] 300 επίλεκτων Θηβαίων νέων που συγκροτήθηκε τον 4ο π. Χ. αιώνα και του οποίου οι άνδρες πολεμούσαν προσφέροντας τον εαυτό τους στην [[υπηρεσία]] της πατρίδας τους και τών θεών τους<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται [[προς]] [[χάριν]] του θεού και της πίστεως<br /><b>2.</b> [[σύμφωνος]] με τη [[θέληση]] του θεού, [[θεάρεστος]] («[[ιερή]] [[πράξη]]»)<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ιερά</i><br />το σχολικό [[μάθημα]] τών θρησκευτικών<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «ιερά [[άγκυρα]]» — [[άγκυρα]] που ποντίζεται σε έσχατη [[ανάγκη]]<br />β) <b>ανατ.</b> i) «ιερά [[αρτηρία]]» — [[ονομασία]] τριών αρτηριών της ουραίας αορτής, μια [[υποτυπώδης]] [[συνέχεια]] της αορτής στο [[ιερό]] [[οστό]]<br />ii) «ιερά λεμφογάγγλια» — τα [[πέντε]] ή έξι λεμφογάγγλια που βρίσκονται [[μπροστά]] στο [[ιερό]] [[οστό]]<br />iii) «ιερά [[νεύρα]]» — τα νωτιαία [[νεύρα]] που βγαίνουν από τον νωτιαίο [[σωλήνα]] διά μέσου τών ιερών τρημάτων<br />iv) «[[ιερό]] [[πλέγμα]]» — νευρικό [[πλέγμα]] που αποτελείται από το οσφυϊκό [[στέλεχος]]<br />γ) «ιερά [[ιστορία]]» — η [[συστηματική]] [[έρευνα]] και [[έκθεση]] τών διαφόρων ιστορικών και θείων γεγονότων της Αγίας Γραφής, που διδάσκεται στα σχολεία ως ιδιαίτερο [[μάθημα]]<br />δ) «Ιερά Συμμαχία» — [[συμμαχία]] τών ηγεμόνων της Ευρώπης που ιδρύθηκε [[μετά]] την [[πτώση]] του Ναπολέοντος και η οποία διακήρυξε ότι είχε σκοπό τη [[διακυβέρνηση]] της Ευρώπης σύμφωνα με τη [[θεία]] [[διδασκαλία]] του Χριστού, ενώ στην [[πραγματικότητα]] αποσκοπούσε στην [[κατάπνιξη]] τών επαναστατικών και εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων της Ευρώπης<br />ε) «Ιερά Σύνοδος» — συντομευμένος [[τίτλος]] της Διοικήσεως της Αυτοκέφαλης Ελληνικής Εκκλησίας<br />στ) «[[ιερός]] [[λόχος]]»<br />i) το στρατιωτικό [[σώμα]] που συγκροτήθηκε από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη στη Φωξάνη της Μολδοβλαχίας [[κατά]] την [[έναρξη]] της Ελληνικής Επανάστασης και καταστράφηκε [[σχεδόν]] εντελώς στο Δραγατσάνι στις 8 Ιουνίου 1821<br />ii) στρατιωτικό [[σώμα]] 300 [[περίπου]] [[ανδρών]] που σχηματίστηκε στη Θήβα με την [[έκρηξη]] του Ρωσοτουρκικού πολέμου (1876-1877) από νεαρούς φοιτητές, επιστήμονες και στρατιωτικούς, για να συμμετάσχει στην [[εξέγερση]] του υπόδουλου ελληνισμού στη [[Θεσσαλία]]<br />iii) [[στρατιωτικός]] [[σχηματισμός]] που συγκροτήθηκε από την ελεύθερη ελληνική [[κυβέρνηση]] του Καΐρου από επίλεκτους αξιωματικούς [[κυρίως]], ο [[οποίος]] έδρασε από 1941-1944 στη Βόρεια Αφρική και στο Αιγαίο<br />(<b>νεοελλ.-μσν.</b>)<br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[ιερό]](<i>ν</i>)<br />το ενδότερο [[μέρος]] του ορθόδοξου ναού όπου βρίσκεται η Αγία Τράπεζα, το Άγιο Βήμα<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «Ιερά Εξέταση» <br />α) ειδικό δικαστήριο από κληρικούς της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, αρμόδιο για την [[αναζήτηση]] και τον σκληρό κολασμό τών [[κατά]] το [[καθολικό]] [[δόγμα]] αιρετικών, τών ετεροδόξων και αλλοθρήσκων<br />β) (μτφ. και συνεκδ.) δικαστική ή αστυνομική [[ανάκριση]] και [[δίωξη]] που διενεργείται με απάνθρωπα [[μέσα]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[εκλεκτός]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[ἱερά]]<br />[[είδος]] βοτανιού<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) τὰ [[ἱερά]] α) ιερά [[άμφια]]<br />β) ιερά σκεύη της λατρείας<br />γ) μοναστηριακά κτίσματα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «ἱερὰ [[νόσος]]» — η [[λέπρα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[θεία]], υπερφυσική [[δύναμη]] («ἱερὸν [[μένος]] Ἀλκινόοιο», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[θείος]], [[έξοχος]], [[λαμπρός]]<br /><b>3.</b> αυτός που κατάγεται από τον θεό («ἱερὸν [[γένος]]», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>4.</b> (για τον Αύγουστο και τους Ρωμαίους δημάρχους) [[απαραβίαστος]], sacrosanctus («ἱερὸς καὶ [[ἄσυλος]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ Ἱερός</i><br />[[μήνας]] τών Δηλίων<br /><b>6.</b> (το αρσ. και το θηλ. πληθ. ως ουσ.) <i>οἱ ιεροί</i> και <i>αἱ ιεραί</i><br />[[μέλη]] ενός θρησκευτικού σωματείου<br /><b>7.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[ἱερά]]<br />α) (ενν. [[νίκη]])<br />[[ισόπαλος]] [[αγώνας]]<br />β) [[ονομασία]] φιδιού<br /><b>8.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[ἱερόν]]<br />α) [[τόπος]] αφιερωμένος σε [[θεότητα]], [[τέμενος]]<br />β) [[ναός]], [[ιερός]] [[τόπος]]<br />γ) το [[σύνολο]] τών ιερών οικοδομών<br />δ) ο [[ναός]] τών Ιουδαίων<br /><b>9.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) τὰ [[ἱερά]]<br />α) προσφορές για [[θυσία]], σφάγια, θυσίες<br />β) τα [[εντόσθια]] του θύματος, με την [[εξέταση]] τών οποίων μάντευαν<br />γ) θρησκευτικές τελετές<br />δ) [[άγια]] μυστήρια<br />ε) [[ονομασία]] διαφόρων φαρμάκων<br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> α) «ἔστι μὲν οὑδὲν ἱερὸν» — [[είναι]] ανάξιο λόγου<br />β) «ἱερὴ [[δόσις]]» — [[δώρο]] του θεού<br />γ) «ἱερὸς [[δόμος]]» — ο [[ναός]] της θεάς Αθηνάς<br />δ) «ἱερὰ σώματα» — οι ιερόδουλοι<br />ε) «ἱερὸς [[λόγος]]» — ο [[μύθος]]<br />στ) «ἱερὸς [[νόμος]]» — ο [[νόμος]] για τις θυσίες<br />ζ) «ἱερὸς [[ἄνθρωπος]]» — ο [[άνθρωπος]] που έχει μυηθεί στα μυστήρια<br />η) «ἱρὸν τῆς δίκης» — η [[ιερή]] [[αρχή]] του δικαίου<br />θ) «ἱερὸς [[ἰχθύς]]» — [[είδος]] ψαριού, ο [[αυλωπίας]] ή ανθίας<br />ι) «ἱερὸς [[βόλος]]» — [[ονομασία]] ενός ριψίματος τών πεσσών<br />ια) «λέγεται συμβουλὴ ἱερὸν [[χρῆμα]] [[εἶναι]]» — για το [[ιερό]] [[καθήκον]] τών συμβούλων<br />ιβ) «ἱερὰ σῡριγξ» — σπονδυλικό [[τρήμα]]<br />ιγ) «ἱερὰ [[ὁδός]]»<br />i) η [[οδός]] που οδηγούσε στους Δελφούς<br />ii) η [[οδός]] από την Αθήνα στην Ελευσίνα<br />iii) η [[οδός]] από την Ήλιδα στην [[Ολυμπία]]<br />ιστ) «ἱερὰ [[τριήρης]]» ή [[απλώς]] «[[ἱερά]]» — η [[τριήρης]] που έστελναν οι Αθηναίοι στη Δήλο, η Σαλαμινία ή η Πάραλος<br />ιζ) <b>γεωγρ.</b> i) «ἱερὰ [[ἄκρα]]» — [[ακρωτήριο]] στη [[Λυκία]]<br />ii) «ἱερὸν [[ἀκρωτήριον]]» — το [[ακρωτήριο]] του Αγίου Βικεντίου στην Ισπανία<br />iii) «ἱερὰ [[νῆσος]]» — μία από τις Λιπάρες νήσους<br />iv) «ἱερὸν [[ὄρος]]» — όρος της Θρακικής χερσονήσου<br />ιη) «ἱερὰ γράμματα» — τα ιερογλυφικά<br />ιθ) «ἱερὸς [[ἄνθρωπος]]» — ο μυημένος στα μυστήρια<br /><b>11.</b> <b>παροιμ.</b> «ἱερὰ [[ἄγκυρα]]» — η έσχατη [[ελπίδα]] κάποιου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ιερώς</i> και <i>ιερά</i> (ΑΜ [[ἱερῶς]])<br />με [[ιερό]] τρόπο, με άγιο τρόπο<br /><b>αρχ.</b><br />[[μεγάλως]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η [[ποικιλία]] τόσο στη [[σημασία]] όσο και στη [[μορφή]] του τ. [[ιερός]] συνετέλεσε στη [[διάκριση]] τριών διαφορετικών λέξεων. Αρχικά υπετέθη τ. <i>Fῑερός</i> με σημ. «[[ζωντανός]], γρήγορος, [[ενεργητικός]]» — <b>[[πρβλ]].</b> τις φρ. <i>ἱερὸν ἰχθύν</i> (<b>Ομ. Ιλ.</b> Π 407), <i>ἱαρὸς [[ὄρνις]] <b>(Αλκμ.)</b>, που συνδέεται με τα <i>ἵεμαι</i>, [[ἱέραξ]]. Με τη σημ. «[[ισχυρός]], [[δυνατός]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[ἱερή]] (<i>F</i>)<i>ίς</i>, <i>ιερόν [[μένος]]), αντιστοιχεί στο αρχ. ινδ. <i>isira</i>- «[[ισχυρός]]. Με την κύρια [[σημασία]] της η λ. συνδέεται με ιταλ. και γερμ. τύπους<br /><b>[[πρβλ]].</b> οσκ. <i>aisusis</i> «ἱεροῑς», ουμβρ. <i>erus</i> «θεοίς» κ.ά. Υποστηρίχθηκε, εξάλλου, ότι ο αρχ. [[τύπος]] απ' όπου προήλθε η λ. [[ιερός]] σχηματίστηκε από συμφυρμό του αρχ. ινδ. <i>isira</i>- «[[ισχυρός]]» και ενός τ. από το προελλην. [[υπόστρωμα]] <i>aisaros</i>, <i>eiseros</i> «[[θεϊκός]]», ενώ σύμφωνα με [[άλλη]] [[υπόθεση]] αρχικά υπήρχε τ. [[αντίστοιχος]] του αρχ. ινδ. <i>isira</i>- και η φρ. <i>ιερόν [[μένος]] αντιστοιχεί σε αρχ. ινδ. <i>isirena m</i><i>ā</i><i>nas</i><i>ā</i>. Όλες όμως αυτές [[καθώς]] και άλλες προσπάθειες ετυμολογήσεως της λ. δεν έχουν ισχυρή [[βάση]]. Ο δωρ. τ. [[ἱαρός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ισαρός</i> <span style="color: red;"><</span> <i>isrόs</i>) με -<i>α</i>- [[αντί]] -<i>ε</i>-, <b>[[πρβλ]].</b> <i>μαρός</i>: [[μιερός]], ενώ ο ιων. τ. <i>Fρός</i> και αιολ. [[ἶρος]] <span style="color: red;"><</span> <i>isros</i>, με αναβιβασμό του τόνου και [[ψίλωση]] στον αιολ. τ. Από πλευράς σημασίας η λ. [[ἱερός]] [[είναι]] συνώνυμη τών [[άγιος]], το οποίο χρησιμοποιήθηκε [[ευρέως]] στη χριστιανική [[ορολογία]] (όπως το λατ. <i>sanctus</i>), [[αγνός]], <i>όσιος</i>. Ιδιαίτερα σε [[σχέση]] με το <i>όσιος</i> διαφοροποιήθηκε το [[ιερός]], [[γιατί]] το πρώτο δηλώνει το εγκεκριμένο και επιτρεπόμενο στους ανθρώπους από τον [[θείο]] και τον [[φυσικό]] νόμο. Δηλ. το <i>όσιος</i> ορίζει τη [[θέση]] του ανθρώπου σε [[σχέση]] με τους θεούς και απαντά [[κυρίως]] σε δύο ζεύγη λέξεων: <i>όσιος και [[δίκαιος]], <i>όσιος και [[ιερός]]. <i>Όσια και δίκαια</i> [[είναι]] αυτά που έχουν καθιερωθεί ως [[κανόνας]] στην ανθρώπινη [[συμπεριφορά]] από τους θεούς (<i>όσια</i>) και από τους ανθρώπους (<i>δίκαια</i>). Σε [[αντιπαράθεση]] όμως με το [[ιερός]] που σημαίνει «αυτός που καθιερώθηκε από τους θεούς» εμφανίζεται το <i>όσιος</i> ως αντίθετο του μεν με τη σημ. «αυτός που έχει επιτραπεί στον άνθρωπο, άρα μη [[θεϊκός]], [[κοσμικός]], έξω από τον [[ιερό]] κύκλο, [[ανίερος]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ιερά και όσια</i>, <i>ιερά χρήματα</i> - <i>όσια χρήματα</i>), ως συνώνυμό του δε με τη σημ. «[[ευσεβής]], αφιερωμένος στον θεό, [[άγιος]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ιερατεύω]], [[ιερατικός]], [[ιερέας]](-<i>εύς</i>), [[ιερότητα]](-<i>της</i>), [[ιερωσύνη]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ιεράζω]], [[ιερίζω]], [[ιεριτεύω]], [[ιερίτις]], [[ιερόλας]], <i>ιερώσυνα</i>, [[ιερώσυνος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> Για τα σύνθ. με Α' συνθετικό <b>βλ.</b> [[ιερό]]-. (Β' συνθετικό) [[ανίερος]], [[πανίερος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>ευΐερος</i>, [[εφίερος]], [[συνίερος]], [[τελεσίερος]]. | ||
}} | }} |