3,277,649
edits
m (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[") |
m (Text replacement - "<i>ἡ [[" to "ἡ [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ύνη, -ο(ν) (Α [[ἱππόσυνος]], -ύνη, -ον) [[ίππος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[ιπποσύνη]]<br />α) η μεσαιωνική [[περίοδος]] [[κατά]] την οποία οι πολεμιστές που κατάγονταν από ευγενείς είχαν [[κοινή]] [[αναγνώριση]] και [[φήμη]]<br />β) η κοινωνική [[τάξη]] τών ιπποτών<br />γ) η [[ιδιότητα]] του ιππότη<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[ιππικός]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b | |mltxt=-ύνη, -ο(ν) (Α [[ἱππόσυνος]], -ύνη, -ον) [[ίππος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[ιπποσύνη]]<br />α) η μεσαιωνική [[περίοδος]] [[κατά]] την οποία οι πολεμιστές που κατάγονταν από ευγενείς είχαν [[κοινή]] [[αναγνώριση]] και [[φήμη]]<br />β) η κοινωνική [[τάξη]] τών ιπποτών<br />γ) η [[ιδιότητα]] του ιππότη<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[ιππικός]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[ἱπποσύνη]]<br />α) η [[δεξιότητα]] στην [[οδήγηση]] τών ίππων του άρματος<br />β) η [[τέχνη]] του να διευθύνει ή να διοικεί [[κάποιος]] ίππους («ἱπποσύνας ἐδίδαξαν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />γ) το ιππικό. | ||
}} | }} |