μιλώ: Difference between revisions

6 bytes removed ,  15 January 2019
m
Text replacement - ">" to ">"
(25)
 
m (Text replacement - ">" to ">")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-έω και -άω<br /><b>1.</b> εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο, [[ομιλώ]], [[λαλώ]] («το [[παιδί]] άργησε πολύ να μιλήσει»)<br /><b>2.</b> [[συζητώ]], [[συνδιαλέγομαι]] («μιλάνε [[συνέχεια]] και δεν [[μπορώ]] να διαβάσω από τη [[φασαρία]]»)<br /><b>3.</b> [[απευθύνω]] τον λόγο σε κάποιον<br /><b>4.</b> [[εκφωνώ]] λόγο<br /><b>5.</b> [[γνωρίζω]] μια [[γλώσσα]] και τη [[χρησιμοποιώ]] με [[ευχέρεια]] («[[μιλώ]] αγγλικά και γαλλικά»)<br /><b>6.</b> [[εκφράζω]] τη [[γνώμη]] μου, [[διατυπώνω]] τις απόψεις ή τις αντιρρήσεις μου («τόση ώρα σάς άκουγα, [[τώρα]] όμως θα μιλήσω»)<br /><b>7.</b> [[συζητώ]] με κάποιον για μια [[υπόθεση]] και καταλήγουμε σε [[συμφωνία]] («τά μιλήσαμε, τά συμφωνήσαμε»)<br /><b>8.</b> <b>μτφ.</b> [[εκφράζω]], [[φανερώνω]] [[κάτι]] («και τα μάτια μιλούσανε σαν αρμονίας [[ήχος]]», Παλαμ.)<br /><b>9.</b> (μέσ.-παθ.) <i>μιλιέμαι</i> και <i>μιλιούμαι</i><br />α) (αλληλοπαθές) [[διατηρώ]] σχέσεις γνωριμίας με κάποιον, έχω συναναστροφές ή, [[απλώς]], [[ανταλλάσσω]] χαιρετισμό με κάποιον («έχουμε να μιλήσουμε από [[πέρυσι]] το [[καλοκαίρι]]»)<br />β) [[εισακούω]] φιλικές εισηγήσεις, συστάσεις ή παρακλήσεις για κάποιον ή για μια [[υπόθεση]], επηρεάζομαι από [[λόγια]] («μιλήθηκε και δεν θα φέρει αντιρρήσεις»)<br />γ) (για [[γλώσσα]]) χρησιμοποιούμαι ως [[μέσο]] συνεννόησης («η Λατινική δεν μιλιέται [[σήμερα]]»)<br /><b>10.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ.) [[μιλημένος]], -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />αυτός στον οποίο έγιναν συστάσεις από άλλον ή από άλλους να μεροληπτήσει για ένα [[πρόσωπο]] ή για μια [[υπόθεση]]<br /><b>11.</b> <b>φρ.</b> α) «δεν μιλιέται» — [[είναι]] στενοχωρημένος, [[κακόκεφος]], θυμωμένος και δεν μπορεί [[κάποιος]] να του ανοίξει [[συζήτηση]]<br />β) «το [[πράμα]] μιλάει μόνο του» — το [[ζήτημα]] [[είναι]] αυτονόητο<br />γ) «μιλημένα τιμημένα» — λέγεται ως [[υπόσχεση]] τήρησης τών συμφωνηθέντων<br />δ) «[[μιλώ]] με τ' άστρα» — [[προφητεύω]] τα μέλλοντα<br />ε) «μιλάει με το [[σεις]] και με το σας» — [[είναι]] ευγενέστατος, στη [[συμπεριφορά]] του<br />στ) «[[μιλώ]] ξέσκεπα» ή «[[μιλώ]] [[ορθά]] κοφτά» η «[[μιλώ]] έξω από τα δόντια» — τά λέω απερίφραστα, εκφράζομαι [[ευθέως]]<br />ζ) «εγώ [[μιλώ]] και γω τ' [[ακούω]]» — δεν μέ προσέχει [[κανείς]], δεν εισακούομαι<br /><b>12.</b> <b>παροιμ.</b> «όποιος δεν μιλεί τον θάφτουν» — αν δεν υποστηρίξεις τα συμφέροντά σου αφανίζεσαι από τους άλλους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὁμιλῶ</i>, με σίγηση του αρκτικού άτονου -ο (<b>[[πρβλ]].</b> [[ολίγος]] &GT; [[λίγος]], <i>ομμάτιον</i> &GT; [[μάτι]])].
|mltxt=-έω και -άω<br /><b>1.</b> εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο, [[ομιλώ]], [[λαλώ]] («το [[παιδί]] άργησε πολύ να μιλήσει»)<br /><b>2.</b> [[συζητώ]], [[συνδιαλέγομαι]] («μιλάνε [[συνέχεια]] και δεν [[μπορώ]] να διαβάσω από τη [[φασαρία]]»)<br /><b>3.</b> [[απευθύνω]] τον λόγο σε κάποιον<br /><b>4.</b> [[εκφωνώ]] λόγο<br /><b>5.</b> [[γνωρίζω]] μια [[γλώσσα]] και τη [[χρησιμοποιώ]] με [[ευχέρεια]] («[[μιλώ]] αγγλικά και γαλλικά»)<br /><b>6.</b> [[εκφράζω]] τη [[γνώμη]] μου, [[διατυπώνω]] τις απόψεις ή τις αντιρρήσεις μου («τόση ώρα σάς άκουγα, [[τώρα]] όμως θα μιλήσω»)<br /><b>7.</b> [[συζητώ]] με κάποιον για μια [[υπόθεση]] και καταλήγουμε σε [[συμφωνία]] («τά μιλήσαμε, τά συμφωνήσαμε»)<br /><b>8.</b> <b>μτφ.</b> [[εκφράζω]], [[φανερώνω]] [[κάτι]] («και τα μάτια μιλούσανε σαν αρμονίας [[ήχος]]», Παλαμ.)<br /><b>9.</b> (μέσ.-παθ.) <i>μιλιέμαι</i> και <i>μιλιούμαι</i><br />α) (αλληλοπαθές) [[διατηρώ]] σχέσεις γνωριμίας με κάποιον, έχω συναναστροφές ή, [[απλώς]], [[ανταλλάσσω]] χαιρετισμό με κάποιον («έχουμε να μιλήσουμε από [[πέρυσι]] το [[καλοκαίρι]]»)<br />β) [[εισακούω]] φιλικές εισηγήσεις, συστάσεις ή παρακλήσεις για κάποιον ή για μια [[υπόθεση]], επηρεάζομαι από [[λόγια]] («μιλήθηκε και δεν θα φέρει αντιρρήσεις»)<br />γ) (για [[γλώσσα]]) χρησιμοποιούμαι ως [[μέσο]] συνεννόησης («η Λατινική δεν μιλιέται [[σήμερα]]»)<br /><b>10.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ.) [[μιλημένος]], -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />αυτός στον οποίο έγιναν συστάσεις από άλλον ή από άλλους να μεροληπτήσει για ένα [[πρόσωπο]] ή για μια [[υπόθεση]]<br /><b>11.</b> <b>φρ.</b> α) «δεν μιλιέται» — [[είναι]] στενοχωρημένος, [[κακόκεφος]], θυμωμένος και δεν μπορεί [[κάποιος]] να του ανοίξει [[συζήτηση]]<br />β) «το [[πράμα]] μιλάει μόνο του» — το [[ζήτημα]] [[είναι]] αυτονόητο<br />γ) «μιλημένα τιμημένα» — λέγεται ως [[υπόσχεση]] τήρησης τών συμφωνηθέντων<br />δ) «[[μιλώ]] με τ' άστρα» — [[προφητεύω]] τα μέλλοντα<br />ε) «μιλάει με το [[σεις]] και με το σας» — [[είναι]] ευγενέστατος, στη [[συμπεριφορά]] του<br />στ) «[[μιλώ]] ξέσκεπα» ή «[[μιλώ]] [[ορθά]] κοφτά» η «[[μιλώ]] έξω από τα δόντια» — τά λέω απερίφραστα, εκφράζομαι [[ευθέως]]<br />ζ) «εγώ [[μιλώ]] και γω τ' [[ακούω]]» — δεν μέ προσέχει [[κανείς]], δεν εισακούομαι<br /><b>12.</b> <b>παροιμ.</b> «όποιος δεν μιλεί τον θάφτουν» — αν δεν υποστηρίξεις τα συμφέροντά σου αφανίζεσαι από τους άλλους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὁμιλῶ</i>, με σίγηση του αρκτικού άτονου -ο (<b>[[πρβλ]].</b> [[ολίγος]] > [[λίγος]], <i>ομμάτιον</i> > [[μάτι]])].
}}
}}