νίβω: Difference between revisions

9 bytes removed ,  15 January 2019
m
Text replacement - ">" to ">"
(27)
 
m (Text replacement - ">" to ">")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[νίπτω]] και [[νίφτω]] (AM [[νίπτω]] και [[νίβω]], Α και [[νίζω]], Μ και νίβγω)<br /><b>1.</b> (αρχ. και μέσ. <i>νίπτομαι</i>) [[πλένω]] [[μέρος]] του σώματος, [[ιδίως]] το [[πρόσωπο]] και τα χέρια<br /><b>2.</b> [[κάνω]] καθαρμό, [[καθαίρω]], [[εξαγνίζω]] («νίψον ἀνομήματα μὴ μόναν ὄψιν», βυζαντ. καρκινική <b>επιγρ.</b> σε [[κρήνη]])<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> «το 'να [[χέρι]] νίβει τ' [[άλλο]] και τα δυο το [[πρόσωπο]]» ή «ἁ δὲ χεὶρ τὰν χεῑρα νίζει» — η [[πρόοδος]] επιτυγχάνεται με [[αλληλοβοήθεια]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> α) «[[νίπτω]] τας χείρας μου» — [[αρνούμαι]] [[κάθε]] προσωπική [[ευθύνη]] για [[ενέργεια]] που πρόκειται να γίνει<br />β) «νίψου κι αποφάγαμε» — λέγεται για γρήγορη [[επιτυχία]] ή [[αποτυχία]] μιας επιχείρησης και γενικά για [[ταχεία]] [[αποπεράτωση]]<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «όσο θέλεις μαύρη νίψου και μελαχρινή σπογγίσου» — λέγεται για ματαιοπονούντες ή για αδιόρθωτους<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ραντίζω]], [[ραίνω]] με [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[καλλωπίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br />(γενικά) [[καθαρίζω]] [[κάτι]] με [[νερό]], [[πλένω]], [[ξεπλένω]], [[αποπλύνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η αρχ. [[μορφή]] του ρήματος [[είναι]] [[νίζω]] και ανάγεται στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>nig</i><sup>w</sup>- της ΙΕ [[ρίζα]] <i>neig</i><sup>w</sup>- «[[πλένω]]» με ενεστωτικό [[επίθημα]] <i>y</i><sup>e / o</sup>. To ρ. συνδέεται με αρχ. ιρλδ. <i>nigim</i> «πλένομαι», αρχ. ινδ. <i>nenekti</i> «πλένεται» και ρηματ. επίθ. <i>nikta</i>-, που αντιστοιχεί ακριβώς στο ελλ. <i>νιπτός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ά</i>-<i>νιπτος</i>). Ο τ. [[νίπτω]] σχηματίστηκε από τον μέλλ. και αόρ. σε -<i>ψω</i> / -<i>ψα</i> [[κατά]] τα ρήματα σε -<i>πτω</i> ([[θάπτω]] —θάψω —ἔθαψα</i>, [[νίψω]] — <i>ἔνιψα —[[νίπτω]]), ενώ ο τ. [[νίβω]] <span style="color: red;"><</span> [[νίπτω]] (<b>πρβλ.</b> [[σκάπτω]] &GT; <i>σκάδω</i>, [[κλέπτω]] &GT; [[κλέβω]]), <b>βλ.</b> κατάλ. -<i>βω</i>. Ο νεοελλ. τ., [[τέλος]], [[νίφτω]] <span style="color: red;"><</span> [[νίπτω]], με -<i>φ</i>- [[αντί]] -<i>π</i>-, ανομοιωτικά, [[προς]] [[αποφυγή]] δύο κλειστών συμφώνων (<b>πρβλ.</b> [[χάπτω]] &GT; [[χάφτω]]). Το ρ. [[νίζω]] / [[νίπτω]] / [[νίβω]] χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει το [[πλύσιμο]] μέρους του σώματος, ποδιών, χεριών ή προσώπου, εν αντιθέσει [[προς]] το ρ. [[λούω]], που δήλωνε το [[πλύσιμο]] ολόκληρου του σώματος, και [[προς]] το ρ. [[πλύνω]], που χρησιμοποιήθηκε αρχικά για υφάσματα και ρούχα].
|mltxt=και [[νίπτω]] και [[νίφτω]] (AM [[νίπτω]] και [[νίβω]], Α και [[νίζω]], Μ και νίβγω)<br /><b>1.</b> (αρχ. και μέσ. <i>νίπτομαι</i>) [[πλένω]] [[μέρος]] του σώματος, [[ιδίως]] το [[πρόσωπο]] και τα χέρια<br /><b>2.</b> [[κάνω]] καθαρμό, [[καθαίρω]], [[εξαγνίζω]] («νίψον ἀνομήματα μὴ μόναν ὄψιν», βυζαντ. καρκινική <b>επιγρ.</b> σε [[κρήνη]])<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> «το 'να [[χέρι]] νίβει τ' [[άλλο]] και τα δυο το [[πρόσωπο]]» ή «ἁ δὲ χεὶρ τὰν χεῑρα νίζει» — η [[πρόοδος]] επιτυγχάνεται με [[αλληλοβοήθεια]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> α) «[[νίπτω]] τας χείρας μου» — [[αρνούμαι]] [[κάθε]] προσωπική [[ευθύνη]] για [[ενέργεια]] που πρόκειται να γίνει<br />β) «νίψου κι αποφάγαμε» — λέγεται για γρήγορη [[επιτυχία]] ή [[αποτυχία]] μιας επιχείρησης και γενικά για [[ταχεία]] [[αποπεράτωση]]<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «όσο θέλεις μαύρη νίψου και μελαχρινή σπογγίσου» — λέγεται για ματαιοπονούντες ή για αδιόρθωτους<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ραντίζω]], [[ραίνω]] με [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[καλλωπίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br />(γενικά) [[καθαρίζω]] [[κάτι]] με [[νερό]], [[πλένω]], [[ξεπλένω]], [[αποπλύνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η αρχ. [[μορφή]] του ρήματος [[είναι]] [[νίζω]] και ανάγεται στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>nig</i><sup>w</sup>- της ΙΕ [[ρίζα]] <i>neig</i><sup>w</sup>- «[[πλένω]]» με ενεστωτικό [[επίθημα]] <i>y</i><sup>e / o</sup>. To ρ. συνδέεται με αρχ. ιρλδ. <i>nigim</i> «πλένομαι», αρχ. ινδ. <i>nenekti</i> «πλένεται» και ρηματ. επίθ. <i>nikta</i>-, που αντιστοιχεί ακριβώς στο ελλ. <i>νιπτός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ά</i>-<i>νιπτος</i>). Ο τ. [[νίπτω]] σχηματίστηκε από τον μέλλ. και αόρ. σε -<i>ψω</i> / -<i>ψα</i> [[κατά]] τα ρήματα σε -<i>πτω</i> ([[θάπτω]] —θάψω —ἔθαψα</i>, [[νίψω]] — <i>ἔνιψα —[[νίπτω]]), ενώ ο τ. [[νίβω]] <span style="color: red;"><</span> [[νίπτω]] (<b>πρβλ.</b> [[σκάπτω]] > <i>σκάδω</i>, [[κλέπτω]] > [[κλέβω]]), <b>βλ.</b> κατάλ. -<i>βω</i>. Ο νεοελλ. τ., [[τέλος]], [[νίφτω]] <span style="color: red;"><</span> [[νίπτω]], με -<i>φ</i>- [[αντί]] -<i>π</i>-, ανομοιωτικά, [[προς]] [[αποφυγή]] δύο κλειστών συμφώνων (<b>πρβλ.</b> [[χάπτω]] > [[χάφτω]]). Το ρ. [[νίζω]] / [[νίπτω]] / [[νίβω]] χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει το [[πλύσιμο]] μέρους του σώματος, ποδιών, χεριών ή προσώπου, εν αντιθέσει [[προς]] το ρ. [[λούω]], που δήλωνε το [[πλύσιμο]] ολόκληρου του σώματος, και [[προς]] το ρ. [[πλύνω]], που χρησιμοποιήθηκε αρχικά για υφάσματα και ρούχα].
}}
}}