μυαλό: Difference between revisions

6 bytes removed ,  15 January 2019
m
Text replacement - ">" to ">"
m (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[")
m (Text replacement - ">" to ">")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και μνυαλό, το (Μ [[μυαλό]] και μυαλόν)<br /><b>1.</b> [[εγκέφαλος]] («με αλοσκόρπιστα μυαλά», <b>Σολωμ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[μυελός]] τών οστών, το [[μεδούλι]] («αυτό το [[κόκαλο]] [[είναι]] γεμάτο [[μυαλό]]»)<br /><b>3.</b> ο [[νωτιαίος]] [[μυελός]]<br /><b>4.</b> [[νους]], [[κρίση]], [[διάνοια]] («κοφτερό [[μυαλό]]»)<br />5) [[φρόνηση]], [[σύνεση]], [[ευφυΐα]] («αν είχε [[μυαλό]] δεν θα είχε καταντήσει [[τώρα]] [[έτσι]]»)<br /><b>4.</b> [[σκέψη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> «[[είναι]] σαν [[μυαλό]]» (για [[φαγητό]]) [[είναι]] τρυφερό, μαλακό<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «αυτός [[είναι]] [[μυαλό]]» και «έχει γερό [[μυαλό]]» και «έχει τετραγωνικό [[μυαλό]]» — [[είναι]] [[άνθρωπος]] με ορθή και [[διαυγή]] [[κρίση]], [[είναι]] πολύ [[ευφυής]]<br />β) «έχει θηλυκό [[μυαλό]]» ή «γεννάει το [[μυαλό]] του» — [[είναι]] [[ευφυής]], [[είναι]] [[επινοητικός]], [[εφευρετικός]]<br />γ) «έχασε τα μυαλά του» — τρελάθηκε<br />δ) «πήραν τα μυαλά του αέρα» — επιθυμεί και επιδιώκει τα ανέφικτα ή υπερεκτιμά τις δυνάμεις του και γίνεται [[αλαζόνας]]<br />ε) «του πήρε το [[μυαλό]]» — του ενέπνευσε σφοδρό έρωτα<br />στ) «δεν έπηξε [[ακόμη]] το [[μυαλό]] του» — [[είναι]] [[ακόμη]] πνευματικά [[ανώριμος]], φέρεται [[ακόμη]] επιπόλαια<br />ζ) «[[μυαλό]] [[κουκούτσι]]» — λέγεται για κάποιον που [[είναι]] [[κουτός]], [[ανόητος]]<br />η) «τα μυαλά σου και μια [[λύρα]] και του μπογιατζή ο [[κόπανος]]» — λέγεται ως [[επίπληξη]] σε κάποιον που δίνει εσφαλμένες απαντήσεις ή μιλά ασυνάρτητα και ανόητα<br />θ) «πού είχες το [[μυαλό]] σου;» — [[γιατί]] δεν πρόσεξες ή [[γιατί]] δεν προνόησες;<br />ι) «του φάνη το [[γουλί]] [[μυαλό]] και το [[ζουμί]] του [[μέλι]]» — λέγεται για κάποιον που πεινά πολύ<br />ια) «δεν έχω [[μυαλό]] για δουλειά» — δεν [[μπορώ]] να συγκεντρωθώ<br /><b>μσν.</b><br />το [[κρανίο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μσν. [[μυελόν]] <span style="color: red;"><</span> [[μυαλός]] <span style="color: red;"><</span> [[μυελός]], με [[αλλαγή]] γένους [[κατά]] το [[γένος]] τών λ. [[κρανίο]], [[κεφάλι]] (<b>πρβλ.</b> η [[πεύκη]] &GT; [[πεύκο]], η [[ελάτη]] &GT; [[έλατο]], [[κατά]] το [[δέντρο]])].
|mltxt=και μνυαλό, το (Μ [[μυαλό]] και μυαλόν)<br /><b>1.</b> [[εγκέφαλος]] («με αλοσκόρπιστα μυαλά», <b>Σολωμ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[μυελός]] τών οστών, το [[μεδούλι]] («αυτό το [[κόκαλο]] [[είναι]] γεμάτο [[μυαλό]]»)<br /><b>3.</b> ο [[νωτιαίος]] [[μυελός]]<br /><b>4.</b> [[νους]], [[κρίση]], [[διάνοια]] («κοφτερό [[μυαλό]]»)<br />5) [[φρόνηση]], [[σύνεση]], [[ευφυΐα]] («αν είχε [[μυαλό]] δεν θα είχε καταντήσει [[τώρα]] [[έτσι]]»)<br /><b>4.</b> [[σκέψη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> «[[είναι]] σαν [[μυαλό]]» (για [[φαγητό]]) [[είναι]] τρυφερό, μαλακό<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «αυτός [[είναι]] [[μυαλό]]» και «έχει γερό [[μυαλό]]» και «έχει τετραγωνικό [[μυαλό]]» — [[είναι]] [[άνθρωπος]] με ορθή και [[διαυγή]] [[κρίση]], [[είναι]] πολύ [[ευφυής]]<br />β) «έχει θηλυκό [[μυαλό]]» ή «γεννάει το [[μυαλό]] του» — [[είναι]] [[ευφυής]], [[είναι]] [[επινοητικός]], [[εφευρετικός]]<br />γ) «έχασε τα μυαλά του» — τρελάθηκε<br />δ) «πήραν τα μυαλά του αέρα» — επιθυμεί και επιδιώκει τα ανέφικτα ή υπερεκτιμά τις δυνάμεις του και γίνεται [[αλαζόνας]]<br />ε) «του πήρε το [[μυαλό]]» — του ενέπνευσε σφοδρό έρωτα<br />στ) «δεν έπηξε [[ακόμη]] το [[μυαλό]] του» — [[είναι]] [[ακόμη]] πνευματικά [[ανώριμος]], φέρεται [[ακόμη]] επιπόλαια<br />ζ) «[[μυαλό]] [[κουκούτσι]]» — λέγεται για κάποιον που [[είναι]] [[κουτός]], [[ανόητος]]<br />η) «τα μυαλά σου και μια [[λύρα]] και του μπογιατζή ο [[κόπανος]]» — λέγεται ως [[επίπληξη]] σε κάποιον που δίνει εσφαλμένες απαντήσεις ή μιλά ασυνάρτητα και ανόητα<br />θ) «πού είχες το [[μυαλό]] σου;» — [[γιατί]] δεν πρόσεξες ή [[γιατί]] δεν προνόησες;<br />ι) «του φάνη το [[γουλί]] [[μυαλό]] και το [[ζουμί]] του [[μέλι]]» — λέγεται για κάποιον που πεινά πολύ<br />ια) «δεν έχω [[μυαλό]] για δουλειά» — δεν [[μπορώ]] να συγκεντρωθώ<br /><b>μσν.</b><br />το [[κρανίο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μσν. [[μυελόν]] <span style="color: red;"><</span> [[μυαλός]] <span style="color: red;"><</span> [[μυελός]], με [[αλλαγή]] γένους [[κατά]] το [[γένος]] τών λ. [[κρανίο]], [[κεφάλι]] (<b>πρβλ.</b> η [[πεύκη]] > [[πεύκο]], η [[ελάτη]] > [[έλατο]], [[κατά]] το [[δέντρο]])].
}}
}}