3,274,816
edits
(1ab) |
m (Text replacement - ">" to ">") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(Α ἐπίτηδες και [[ἐπιτηδές]])<br /><b>επίρρ.</b> γι’ αυτόν τον σκοπό ή για ορισμένο σκοπό, σκόπιμα, εσκεμμένα (α. «το έκανε [[επίτηδες]]» β. «ἐς δ’ ἐρέτας ἐπιτηδὲς ἀγείρομεν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> με πονηριά, προσποιητά, απατηλά («ἦ μὴν ἐρεῑν σοι τἀπὸ καρδίας σαφῶς καὶ μὴ ‘πίτηδες μηδὲν ἄλλ’ ὅσον φρονῶ», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κατάλληλα]], όπως [[πρέπει]] («εἰς τὸν καιρὸν καὶ [[ὥσπερ]] ἐπίτηδες», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αρχική [[μορφή]] του επιρρήματος [[είναι]] ο οξυτονούμενος [[τύπος]] (ουδ. επιθέτου) <i>επιτηδές</i> ([[Όμηρος]]) απ’ όπου, με [[μετακίνηση]] του τόνου, προήλθε ο [[τύπος]] [[επίτηδες]] [[είτε]] λόγω της χρήσεως του επιθέτου ως επιρρήματος [[είτε]] για λόγους εκφραστικότητας (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αληθές</i> | |mltxt=(Α ἐπίτηδες και [[ἐπιτηδές]])<br /><b>επίρρ.</b> γι’ αυτόν τον σκοπό ή για ορισμένο σκοπό, σκόπιμα, εσκεμμένα (α. «το έκανε [[επίτηδες]]» β. «ἐς δ’ ἐρέτας ἐπιτηδὲς ἀγείρομεν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> με πονηριά, προσποιητά, απατηλά («ἦ μὴν ἐρεῑν σοι τἀπὸ καρδίας σαφῶς καὶ μὴ ‘πίτηδες μηδὲν ἄλλ’ ὅσον φρονῶ», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κατάλληλα]], όπως [[πρέπει]] («εἰς τὸν καιρὸν καὶ [[ὥσπερ]] ἐπίτηδες», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αρχική [[μορφή]] του επιρρήματος [[είναι]] ο οξυτονούμενος [[τύπος]] (ουδ. επιθέτου) <i>επιτηδές</i> ([[Όμηρος]]) απ’ όπου, με [[μετακίνηση]] του τόνου, προήλθε ο [[τύπος]] [[επίτηδες]] [[είτε]] λόγω της χρήσεως του επιθέτου ως επιρρήματος [[είτε]] για λόγους εκφραστικότητας (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αληθές</i> > [[άληθες]], [[χαρίεν]] > <i>χάριεν</i>). Το επίρρ. [[επίτηδες]] (<b>Ηρόδ.</b>, Αριστ., ιων.-αττ.) [[είναι]] αβέβαιης ετυμολ. Υποστηρίχθηκε ότι προήλθε από το <i>επί</i> και ουσ. <i>τήδος</i>, <i>τάδος</i>, που συνδέεται με οσκ. <i>tadait</i> «άς, να νομίσει». Κατ’ άλλους, το <i>επιτᾱδες</i>, ακολουθώντας τον σχηματισμό τών ονομάτων με θ. σε -<i>ς</i>, [[είναι]] σύνθετο με α’ συνθετικό <i>επί</i>- και β’ συνθετικό πληθ. ουδ. δεικτικού [[τάδε]], [[αλλά]] με <i>ᾱ</i> μακρό ανώμαλο στην Ελληνική.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[επιτήδειος]].]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |