3,274,873
edits
(1ab) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (ΑΜ [[θυρεός]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />το κύριο [[μέρος]] οικοσήμου ή εθνικού εμβλήματος το οποίο έχει [[σχήμα]] ασπίδας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μεγάλη]] [[πέτρα]] που τοποθετούνταν [[πίσω]] από την πόρτα για να τήν κρατά κλειστή («ἔπειτ' ἐπέθηκε θυρεόν μέγαν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μεγάλη]] [[επιμήκης]] [[ασπίδα]] σε [[σχήμα]] θύρας («ού δυναμένου | |mltxt=ο (ΑΜ [[θυρεός]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />το κύριο [[μέρος]] οικοσήμου ή εθνικού εμβλήματος το οποίο έχει [[σχήμα]] ασπίδας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μεγάλη]] [[πέτρα]] που τοποθετούνταν [[πίσω]] από την πόρτα για να τήν κρατά κλειστή («ἔπειτ' ἐπέθηκε θυρεόν μέγαν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μεγάλη]] [[επιμήκης]] [[ασπίδα]] σε [[σχήμα]] θύρας («ού δυναμένου τοῦ... θυρεοῡ τὸν ἄνδρα περισκέπειν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>γεν.</b> η [[ασπίδα]]<br /><b>4.</b> [[δίσκος]] που αποτελεί [[τμήμα]] του καθετήρα<br /><b>5.</b> <b>μαθ.</b> [[έλλειψη]], ελλειψοειδές [[σχήμα]], [[αντικείμενο]] με ωοειδές [[σχήμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θύρα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εός</i>- (πιθ. <span style="color: red;"><</span> -<i>εFος</i>). Η αρχική [[σημασία]] ήταν «[[πέτρα]] που χρησιμεύει ως [[θύρα]]» (στον κύκλωπα Πολύφημο). Στη μτγν. αρχ. ελλ. πήρε τη [[σημασία]] «ορθογώνια [[ασπίδα]]», πιθ. λόγω ομοιότητας της με [[θύρα]]. Τη νεοελλ. [[σημασία]] τήν πήρε απο τη συχνή [[απεικόνιση]] ασπίδων στα οικόσημα]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |