3,274,873
edits
(1b) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ο / | |mltxt=-ο / σκηπτοῦχος, -ον, ΝΜΑ, και δωρ. τ. σκαπτοῦχος Α<br />αυτός που φέρει [[σκήπτρο]] ή ράβδο ως [[ένδειξη]] εξουσίας, [[ηγεμόνας]]<br /><b>μσν.</b><br />(στο <b>Βυζ.</b>) [[προσωνυμία]] του αυτοκράτορα («σκηπτοῦχε Κομνηνόβλαστε, κάρτιστε [[κοσμοκράτωρ]]», Πρόδρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ σκηπτοῦχος</i><br />α) [[ανώτερος]] [[αξιωματούχος]] στην περσική [[αυλή]], ο [[οποίος]] ήταν, [[συνήθως]], [[ευνούχος]]<br />β) [[επιστάτης]] στην Έφεσο<br />γ) [[ηγεμονίσκος]] στη [[Σκυθία]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «θεῶν σκηπτοῦχος» <br />α) η [[Αφροδίτη]]<br />β) ο Αρης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκῆπτον]] «[[σκήπτρο]]», που μαρτυρείται μόνο στον δωρ. τ. [[σκᾶπτον]] (<b>πρβλ.</b> <i>σκαπτοῦχος</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>οῦχος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἔχω</i>)]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |