3,272,956
edits
m (Text replacement - "<i>τὰ [[" to "τὰ [[") |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[πρῶτος]], -ώτη, -ον, ΝΜΑ, δωρ. τ. πρᾱτος, -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που προηγείται όλων τών άλλων ως [[προς]] τον χρόνο, τον [[τόπο]], τον βαθμό, την [[ποιότητα]], την [[αξία]], τη [[θέση]] που έχει σε μια αριθμητική [[σειρά]] ή και το [[αξίωμα]] που κατέχει σε μια ιεραρχική [[τάξη]] (α. «[[πρώτος]] ήτο κι εμπροστινά ο [[γιος]] του γέρο βασιλιά», δημ. [[τραγούδι]]<br />β. «[[είναι]] η πρώτη [[μαθήτρια]] της τάξης» γ. «ο [[πρώτος]] [[καπετάνιος]]» δ. «πολεμούσε στην πρώτη [[γραμμή]]» ε. «χοὰς χέασθαι στάντα πρὸς πρώτην ἕω», <b>Σοφ.</b><br />στ. «τῆς πρώτης τάττειν [τάξεως]», Ισοκρ.<br />ζ. «ἐν πρώτοισι Μυκηναίων», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>(φιλοσ.)</b> [[αρχικός]], [[πρωταρχικός]] (α. «πρώτη [[αρχή]]» β. «αἱ πρῶται οὐσίαι», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> (η αιτ. εν. και πληθ. ουδ. ως επίρρ.) <i>πρώτον</i> και [[πρώτα]]<br />α) στην [[αρχή]], κατ' αρχάς<br />β) (με αρθρ.) <i>το πρώτον</i> και τα [[πρῶτα]]<br />για πρώτη [[φορά]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «εν πρώτοις» — [[κατά]] κύριο λόγο, [[προπάντων]]<br />β) «οι τα [[πρώτα]] φέροντες» — οι ανώτατοι αξιωματούχοι πολιτείας ή κοινωνίας, οι προύχοντες<br />γ) «πρώτοι αριθμοί»<br /><b>μαθημ.</b> οι ακέραιοι αριθμοί που δεν έχουν άλλους θετικούς διαιρέτες [[εκτός]] από τη [[μονάδα]] και τον εαυτό τους, λ.χ. <i>2</i>, <i>3</i>, <i>5</i>, <i>7</i>...<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[στοιχειώδης]], [[πρόχειρος]] (α. «πρώτες βοήθειες»<br />[ιατρ.] [[σύνολο]] φροντίδων που παρέχονται σε τραυματίες ή πάσχοντες από μια αιφνίδια [[οξεία]] νόσο με σκοπό την επείγουσα και με τα διαθέσιμα [[μέσα]] [[αντιμετώπιση]] απειλητικών για τη ζωή και την [[υγεία]] τους καταστάσεων<br />β. «οι πρώτες γνώσεις»)<br /><b>2.</b> επείγων, [[απαραίτητος]] («οι πρώτες ανάγκες»)<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[πρώτος]]<br />(εκκλ. δίκ.) [[τίτλος]] ο [[οποίος]] αποδιδόταν στον προεδρεύοντα τών συνάξεων τών μοναχών του Αγίου Όρους στις Καρυές<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η πρώτη</i><br />[[μουσικός]] [[φθόγγος]] που παράγεται ο [[ίδιος]] από δύο ή περισσότερες φωνές<br /><b>5.</b> (η αιτ. του θηλ. ως επίρρ.) <i>την πρώτην</i><br />(στον <b>Ερωτόκρ.</b>) εξ αρχής<br /><b>6.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το πρώτο</i><br /><b>χημ.</b> το [[πρωτόνιο]]<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «πρώτες ύλες» — προϊόντα του υπεδάφους και του εδάφους που χρησιμοποιούνται σε [[φυσική]] [[μορφή]] από τις μεταποιητικές μονάδες για την [[κατασκευή]] νέων προϊόντων<br />β) «η πρώτη του [[μήνα]]» — η πρώτη [[ημέρα]] [[κάθε]] [[μήνα]], η [[πρωτομηνιά]]<br />γ) «η πρώτη του έτους» — η πρώτη [[ημέρα]] του έτους, η [[πρωτοχρονιά]]<br />δ) «με την πρώτη» ή «με το πρώτο» — [[αμέσως]], [[ευθύς]]<br />ε) «ο [[πρώτος]] [[τυχών]]» — όποιος νά 'ναι, όποιος τύχει<br />στ) «πρώτη [[αιτία]]»<br /><b>(φιλοσ.)</b> όρος που επινοήθηκε από Έλληνες στοχαστές, έγινε βασικό [[αξίωμα]] της ιουδαιο-χριστιανικής παράδοσης και χρησιμοποιείται στο φιλοσοφικό [[επιχείρημα]] που υποστηρίζει ότι ο [[κόσμος]] δημιουργήθηκε από τον θεό, που αποτελεί την πρώτη [[αιτία]] του<br />ζ) «πρώτο [[βιολί]]»<br />i) <b>μουσ.</b> ο [[κορυφαίος]] της ομάδας τών βιολιστών [[αλλά]] και ολόκληρης της ορχήστρας<br />ii) <b>μτφ.</b> [[άτομο]] που διαδραματίζει τον κύριο ρόλο, που πρωτοστατεί σε [[κάτι]] ή [[κάπου]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[πρωτόγονος]] ή ο [[απλός]] («ἐκ μὲν οὖν τούτων τῶν δύο κοινωνιῶν [[οἰκία]] πρώτη», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[κανονικός]], ο [[τυπικός]] («ὁ [[πρῶτος]] [[συλλογισμός]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> (η αιτ. του θηλ. ως επίρρ.) <i>τὴν πρώτην</i><br />(ενν. <i>ὥραν</i>, <i>ὁδόν</i>) [[αμέσως]], [[τώρα]] δα<br /><b>4.</b> (το ουδ. εν. και πληθ. ως ουσ.) <i>τὸ πρῶτον</i> και τὰ [[πρῶτα]]<br />α) το πρώτο [[μέρος]] ή [[τμήμα]] ενός όλου, η [[αρχή]] του («τὸ πρῶτον | |mltxt=-η, -ο / [[πρῶτος]], -ώτη, -ον, ΝΜΑ, δωρ. τ. πρᾱτος, -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που προηγείται όλων τών άλλων ως [[προς]] τον χρόνο, τον [[τόπο]], τον βαθμό, την [[ποιότητα]], την [[αξία]], τη [[θέση]] που έχει σε μια αριθμητική [[σειρά]] ή και το [[αξίωμα]] που κατέχει σε μια ιεραρχική [[τάξη]] (α. «[[πρώτος]] ήτο κι εμπροστινά ο [[γιος]] του γέρο βασιλιά», δημ. [[τραγούδι]]<br />β. «[[είναι]] η πρώτη [[μαθήτρια]] της τάξης» γ. «ο [[πρώτος]] [[καπετάνιος]]» δ. «πολεμούσε στην πρώτη [[γραμμή]]» ε. «χοὰς χέασθαι στάντα πρὸς πρώτην ἕω», <b>Σοφ.</b><br />στ. «τῆς πρώτης τάττειν [τάξεως]», Ισοκρ.<br />ζ. «ἐν πρώτοισι Μυκηναίων», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>(φιλοσ.)</b> [[αρχικός]], [[πρωταρχικός]] (α. «πρώτη [[αρχή]]» β. «αἱ πρῶται οὐσίαι», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> (η αιτ. εν. και πληθ. ουδ. ως επίρρ.) <i>πρώτον</i> και [[πρώτα]]<br />α) στην [[αρχή]], κατ' αρχάς<br />β) (με αρθρ.) <i>το πρώτον</i> και τα [[πρῶτα]]<br />για πρώτη [[φορά]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «εν πρώτοις» — [[κατά]] κύριο λόγο, [[προπάντων]]<br />β) «οι τα [[πρώτα]] φέροντες» — οι ανώτατοι αξιωματούχοι πολιτείας ή κοινωνίας, οι προύχοντες<br />γ) «πρώτοι αριθμοί»<br /><b>μαθημ.</b> οι ακέραιοι αριθμοί που δεν έχουν άλλους θετικούς διαιρέτες [[εκτός]] από τη [[μονάδα]] και τον εαυτό τους, λ.χ. <i>2</i>, <i>3</i>, <i>5</i>, <i>7</i>...<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[στοιχειώδης]], [[πρόχειρος]] (α. «πρώτες βοήθειες»<br />[ιατρ.] [[σύνολο]] φροντίδων που παρέχονται σε τραυματίες ή πάσχοντες από μια αιφνίδια [[οξεία]] νόσο με σκοπό την επείγουσα και με τα διαθέσιμα [[μέσα]] [[αντιμετώπιση]] απειλητικών για τη ζωή και την [[υγεία]] τους καταστάσεων<br />β. «οι πρώτες γνώσεις»)<br /><b>2.</b> επείγων, [[απαραίτητος]] («οι πρώτες ανάγκες»)<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[πρώτος]]<br />(εκκλ. δίκ.) [[τίτλος]] ο [[οποίος]] αποδιδόταν στον προεδρεύοντα τών συνάξεων τών μοναχών του Αγίου Όρους στις Καρυές<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η πρώτη</i><br />[[μουσικός]] [[φθόγγος]] που παράγεται ο [[ίδιος]] από δύο ή περισσότερες φωνές<br /><b>5.</b> (η αιτ. του θηλ. ως επίρρ.) <i>την πρώτην</i><br />(στον <b>Ερωτόκρ.</b>) εξ αρχής<br /><b>6.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το πρώτο</i><br /><b>χημ.</b> το [[πρωτόνιο]]<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «πρώτες ύλες» — προϊόντα του υπεδάφους και του εδάφους που χρησιμοποιούνται σε [[φυσική]] [[μορφή]] από τις μεταποιητικές μονάδες για την [[κατασκευή]] νέων προϊόντων<br />β) «η πρώτη του [[μήνα]]» — η πρώτη [[ημέρα]] [[κάθε]] [[μήνα]], η [[πρωτομηνιά]]<br />γ) «η πρώτη του έτους» — η πρώτη [[ημέρα]] του έτους, η [[πρωτοχρονιά]]<br />δ) «με την πρώτη» ή «με το πρώτο» — [[αμέσως]], [[ευθύς]]<br />ε) «ο [[πρώτος]] [[τυχών]]» — όποιος νά 'ναι, όποιος τύχει<br />στ) «πρώτη [[αιτία]]»<br /><b>(φιλοσ.)</b> όρος που επινοήθηκε από Έλληνες στοχαστές, έγινε βασικό [[αξίωμα]] της ιουδαιο-χριστιανικής παράδοσης και χρησιμοποιείται στο φιλοσοφικό [[επιχείρημα]] που υποστηρίζει ότι ο [[κόσμος]] δημιουργήθηκε από τον θεό, που αποτελεί την πρώτη [[αιτία]] του<br />ζ) «πρώτο [[βιολί]]»<br />i) <b>μουσ.</b> ο [[κορυφαίος]] της ομάδας τών βιολιστών [[αλλά]] και ολόκληρης της ορχήστρας<br />ii) <b>μτφ.</b> [[άτομο]] που διαδραματίζει τον κύριο ρόλο, που πρωτοστατεί σε [[κάτι]] ή [[κάπου]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[πρωτόγονος]] ή ο [[απλός]] («ἐκ μὲν οὖν τούτων τῶν δύο κοινωνιῶν [[οἰκία]] πρώτη», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[κανονικός]], ο [[τυπικός]] («ὁ [[πρῶτος]] [[συλλογισμός]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> (η αιτ. του θηλ. ως επίρρ.) <i>τὴν πρώτην</i><br />(ενν. <i>ὥραν</i>, <i>ὁδόν</i>) [[αμέσως]], [[τώρα]] δα<br /><b>4.</b> (το ουδ. εν. και πληθ. ως ουσ.) <i>τὸ πρῶτον</i> και τὰ [[πρῶτα]]<br />α) το πρώτο [[μέρος]] ή [[τμήμα]] ενός όλου, η [[αρχή]] του («τὸ πρῶτον τοῦ ᾄσματος», <b>Πλάτ.</b>)<br />β) ο [[μέγιστος]], [[ανώτατος]] [[βαθμός]] («ἐχέτωσαν τὰ [[πρῶτα]] τῆς εὐδαιμονίας», <b>Λουκιαν.</b>)<br />γ) ο [[άριστος]] [[βαθμός]] («φρενῶν ἐς τὰ ἐμεωυτοῦ [[πρῶτα]] [[οὔκω]] [[ἀνήκω]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br />δ) <b>(φιλοσ.)</b> τα αρχικά στοιχεία, η πρώτη [[αρχή]] της ύλης<br />ε) <b>(λογ.)</b> οι πρώτες αυταπόδεικτες και αναπόδεικτες προτάσεις [[πάνω]] στις οποίες στηρίζονται όλα τα συμπεράσματα που πηγάζουν από αυτές<br /><b>5.</b> (το ουδ. εν. και πληθ. ως επίρρ.) α) [[πάρα]] πολύ [[νωρίς]], πρόωρα<br />β) [[πριν]], [[προηγουμένως]]<br />γ) για πρώτη [[φορά]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐν πρώτῳ ῥυμῷ» — [[κατά]] το πρόσθιο [[άκρο]] του ρυμού<br />β) «αἱ πρῶται θύραι» — οι πιο εξωτερικές πόρτες<br />γ) «πρῶτον [[ξύλον]]» — η πρώτη, πρόσθια [[σειρά]] τών καθισμάτων<br />δ) «οἱ πρῶτοι πόδες» — οι πρόσθιοι πόδες<br />ε) «αἱ πρῶται πόλεις» — πόλεις που πρωτεύουν σε όλα<br />στ) «ὁ [[πρῶτος]] [[ἄρχων]]» — ο [[ανώτατος]] [[άρχοντας]] μιας ιεραρχικής τάξης<br />ζ) «ἐν τοῑς πρώτοις λόγοις» — στα [[πρώτα]] βιβλία<br />η) «ἐν τοῑς πρώτοις» — ο [[πρώτιστος]]<br />θ) «πρῶτοι αριθμοί»<br />(στην [[αναγραφή]] του Αρχιμήδους) οι αριθμοί από 1 ώς 100.000.000<br />ι) «[[πρῶτα]] κατὰ φύσιν» — η νοητική [[υγεία]] και [[δύναμη]]<br />ια) «τὰ [[πρῶτα]] σώματα ή μόρια» — τα ομοιομερή<br />ιβ) «τὰ [[πρῶτα]] φέρομαι» — [[παίρνω]] το πρώτο [[βραβείο]], [[πρωτεύω]]<br />ιγ) «ἀπὸ τῆς πρώτης [ἀρχῆς]» — [[ευθύς]] εξ αρχής<br />ιδ) «κατὰ πρώτας» — κατ' αρχάς<br />ιε) «παρὰ τὴν πρώτην» — την πρώτη [[φορά]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[πρώτα]]/ [[πρώτως]] ΝΜΑ, [[προηγουμένως]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> κατ' αρχάς<br /><b>2.</b> [[προπάντων]]<br /><b>3.</b> στο [[παρελθόν]], [[άλλοτε]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[πρώτα]] [[πρώτα]]»<br />(για [[έμφαση]]) [[πριν]] από [[οτιδήποτε]] [[άλλο]]<br />β) «σαν [[πρώτα]]» — όπως τον παλιό καιρό<br />γ) «[[πρώτα]] απ' όλα» — [[πριν]] από όλα τα άλλα, [[πρώτα]] [[πρώτα]]<br /><b>αρχ.</b><br />για πρώτη [[φορά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. <i>πρῶ</i>-<i>τος</i> / <i>πρᾶ</i>-<i>τος</i>, με το [[επίθημα]] τών τακτικών αριθμητικών και τών επιθ. υπερθετικού βαθμού (<b>πρβλ.</b> [[τρίτος]], <i>τέταρ</i>-<i>τος</i>, <i>ἔσχα</i>-<i>τος</i>) ανάγεται [[κατά]] την επικρατέστερη [[άποψη]] σε [[ρίζα]] <i>pr</i>- με μακρό ημίφωνο που στην Ελληνική αντιπροσωπεύεται [[άλλοτε]] ως -<i>ρᾱ</i>- και [[άλλοτε]] ως -<i>ρω</i>- και συνδέεται με τα: λιθουαν. <i>pumas</i>, αρχ. ινδ. <i>pur</i>-<i>va</i>-, αβεστ. <i>paur</i>-<i>va</i>- (<b>πρβλ.</b> και λ. [[πρῶν]], [[πρῷρα]]). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], λιγότερο πιθανή, [[αρχικός]] [[πρέπει]] να θεωρηθεί ο τ. [[πρᾶτος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>πρόατος</i>) με [[συναίρεση]], ενώ ο τ. [[πρῶτος]] έχει σχηματιστεί κατ' [[επίδραση]] της πρόθεσης <i>πρό</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[πρωτείο]](<i>ν</i>), [[πρωτεύω]], [[πρώτιστος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πρωτάρης]], [[πρωτάτο]], [[πρωτιά]], [[πρωτινός]], [[πρώτιο]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Για συνθ. με Α' συνθετικό [[πρώτος]] <b>βλ. λ.</b> <i>πρωτ</i>[[ο]]-). (Β' συνθετικό) [[φιλόπρωτος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>δευτερόπρωτος</i>, <i>εικοστόπρωτος</i>, [[πάμπρωτος]], [[παντάπρωτος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ολόπρωτος]]]. | ||
}} | }} |