διεῖδον: Difference between revisions
(1a) |
m (Text replacement - " . ." to "…") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dieidon | |Transliteration C=dieidon | ||
|Beta Code=diei=don | |Beta Code=diei=don | ||
|Definition=inf. <b class="b3">διϊδεῖν</b>, aor. 2 with no pres. in use (<b class="b3">διοράω</b> being used), <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">see thoroughly, discern</b> (on the Homeric usage v. [[δια-είδω]]), τι <span class="bibl">Ar.<span class="title">Nu.</span>168</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phdr.</span>264c</span>; λόγος οὐ ῥᾴδιος διϊδεῖν <span class="bibl">Id.<span class="title">Phd.</span>62b</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> <b class="b2">see through:</b>—Pass., διειδομένη ἐν ὕδατι νῆσος <span class="bibl">Call.<span class="title">Del.</span>191</span>; <b class="b3"> | |Definition=inf. <b class="b3">διϊδεῖν</b>, aor. 2 with no pres. in use (<b class="b3">διοράω</b> being used), <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">see thoroughly, discern</b> (on the Homeric usage v. [[δια-είδω]]), τι <span class="bibl">Ar.<span class="title">Nu.</span>168</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phdr.</span>264c</span>; λόγος οὐ ῥᾴδιος διϊδεῖν <span class="bibl">Id.<span class="title">Phd.</span>62b</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> <b class="b2">see through:</b>—Pass., διειδομένη ἐν ὕδατι νῆσος <span class="bibl">Call.<span class="title">Del.</span>191</span>; <b class="b3">ἀτραπὸς… διειδομένη πεδίοιο</b> <b class="b2">seen through</b> or <b class="b2">across</b> the plain, <span class="bibl">A.R.1.546</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> pf. <b class="b3">δίοιδα</b>, inf. <b class="b3">διειδέναι</b>, Ep. διίδμεναι <span class="bibl">Id.4.1360</span>, <b class="b2">distinguish, discern</b>, ἀνδρῶν… τὸν κακὸν διειδέναι <span class="bibl">E.<span class="title">Med.</span>518</span>, cf. <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ra.</span>975</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phdr.</span>262a</span>: fut., διείσεται ἡ χείρ <span class="bibl">Orib.8.36.6</span>; <b class="b2">decide</b>, <span class="bibl">S.<span class="title">OC</span>295</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:30, 26 February 2019
English (LSJ)
inf. διϊδεῖν, aor. 2 with no pres. in use (διοράω being used),
A see thoroughly, discern (on the Homeric usage v. δια-είδω), τι Ar.Nu.168, Pl.Phdr.264c; λόγος οὐ ῥᾴδιος διϊδεῖν Id.Phd.62b. 2 see through:—Pass., διειδομένη ἐν ὕδατι νῆσος Call.Del.191; ἀτραπὸς… διειδομένη πεδίοιο seen through or across the plain, A.R.1.546. II pf. δίοιδα, inf. διειδέναι, Ep. διίδμεναι Id.4.1360, distinguish, discern, ἀνδρῶν… τὸν κακὸν διειδέναι E.Med.518, cf. Ar.Ra.975, Pl.Phdr.262a: fut., διείσεται ἡ χείρ Orib.8.36.6; decide, S.OC295.
German (Pape)
[Seite 617] διιδεῖν, s. διοράω.
Greek (Liddell-Scott)
διεῖδον: ἀπαρ. διϊδεῖν, ἀόρ. β΄ ἄνευ ἐνεστῶτος ἐν χρήσει, ἀντ’ αὐτοῦ δὲ εἶνε ἐν χρήσει τὸ διοράω· - βλέπω ἐντελῶς, διακρίνω (περὶ τῆς Ὁμηρ. χρήσ. τῆς λέξεως ἴδε διαείδω), τι Ἀριστοφ. Νεφ. 168, Πλάτ. Φαίδρ. 264· διιδεῖν περί τινος ὁ αὐτ. Φαίδωνι 62Β. 2) βλέπω διὰ μέσου. - Παθ., διειδομένη ἐν ὕδατι νῆσος Καλλ. εἰς Δῆλ. 141· διειδομένη πεδίοιο, βλεπομένη διὰ μέσου τῆς πεδιάδος, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 546. ΙΙ. ἀπαρ. διειδέναι, Ἐπ. διίδμεναι (Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1360), γνωρίζω τὴν διαφορὰν μεταξύ…, διακρίνω, ἀνδρῶν … τὸν κακὸν διειδέναι Εὐρ. Μηδ. 518, πρβλ. Ἀριστοφ. Βατρ. 975, Πλάτ. Φαίδρ. 262Α· ἀποφασίζω, Σοφ. Ο. Κ. 295. - Ὁ ποιητ. μέλλ. διείσομαι ἐν Νικ. Θ. 494, 837, ἀναφέρεται εἰς τὸ ῥῆμα δίειμι, διέρχομαι.
French (Bailly abrégé)
v. διοράω.
Greek Monotonic
διεῖδον: απαρ. -ιδεῖν, αόρ. βʹ με ενεστ. σε αχρηστία, το διοράω αντί αυτού χρησιμοποιείται (πρβλ. διαείδω),· διακρίνω, εξετάζω προσεκτικά, σε Αριστοφ., Πλάτ.· διιδεῖν περί τινος, στον ίδ.
II. παρακ. δίοιδα, απαρ. διειδέναι· γνωρίζω τη διαφορά μεταξύ, διαφοροποιώ, διακρίνω, ξεχωρίζω, σε Ευρ. κ.λπ.· αποφασίζω, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
διεῖδον: aor. 2 к διοράω.
Middle Liddell
inf. -ιδεῖν [aor2 with no pres. in use, διοράω being used instead [cf. διαείδω
I. to see thoroughly, discern, Ar., Plat.; διιδεῖν περί τινος Plat.
II. perf. δίοιδα, inf. διειδέναι to know the difference between, to distinguish, Eur., etc.: to decide, Soph.