ὕσκλος: Difference between revisions

2b
(6_14)
(2b)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὕσκλος''': ὁ, ἡ [[ἄκρα]] (corrigiae ansulae) σανδαλίου [[ὅπου]] ἦσαν αἱ «θηλειαὶ» δι’ ὧν διήρχοντο οἱ ἱμάντες οἱ δένοντες τὸ [[ὑπόδημα]] εἰς τὸν [[πόδα]], Θεογνώστ. Κανόν. ἐν Ὀξ. Ἀνεκδ. τ. 2. 24, 6· φέρεται καὶ ὕσχλος παρὰ [[Πολυδ]]. Ζ΄, 80· [[ἐντεῦθεν]] [[ἕπτυσκλος]], [[ἐννέϋσκλος]]· καὶ ἴδε Λοβεκ. Παραλ. 34.
|lstext='''ὕσκλος''': ὁ, ἡ [[ἄκρα]] (corrigiae ansulae) σανδαλίου [[ὅπου]] ἦσαν αἱ «θηλειαὶ» δι’ ὧν διήρχοντο οἱ ἱμάντες οἱ δένοντες τὸ [[ὑπόδημα]] εἰς τὸν [[πόδα]], Θεογνώστ. Κανόν. ἐν Ὀξ. Ἀνεκδ. τ. 2. 24, 6· φέρεται καὶ ὕσχλος παρὰ [[Πολυδ]]. Ζ΄, 80· [[ἐντεῦθεν]] [[ἕπτυσκλος]], [[ἐννέϋσκλος]]· καὶ ἴδε Λοβεκ. Παραλ. 34.
}}
{{FriskDe
|ftr='''ὕσκλος''': ὕσχλος<br />{húsklos}<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': ‘Vorrichtung ([[ἀγκύλη]], [[βρόχος]]) an der Sandale, in der die Riemen befestigt wurden’ (Phryn. ''PS'', Poll., H., Theognost.); ἐννήῢσκλοι· ὑποδήματα Λακωνικῶν ἐφήβων H., ἕπτυσχλοι· ἀνδρεῖον [[ὑπόδημα]] H. (Hermipp. 67).<br />'''Etymology''' : Fremdwort unbekannter Herkunft.<br />'''Page''' 2,974
}}
}}