деятельный: Difference between revisions
From LSJ
(ru-m-18-oct) |
m (Text replacement - "]] ;;" to "]],") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ἐπιθετικός]] | |rueltext=[[ἐπιθετικός]], [[ἐνεργητικός]], [[πρακτικός]], [[ὄργανος]], [[ἄοκνος]], [[δραστήριος]], [[ἐργάτης]], [[ἐργαστικός]], [[ῥέκτης]], [[ἔμπρακτος]], [[εὐεπιχείρητος]], [[ἐπιστρεφής]], [[τορός]], [[ἐνεργός]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:02, 18 October 2019
Russian > Greek
ἐπιθετικός, ἐνεργητικός, πρακτικός, ὄργανος, ἄοκνος, δραστήριος, ἐργάτης, ἐργαστικός, ῥέκτης, ἔμπρακτος, εὐεπιχείρητος, ἐπιστρεφής, τορός, ἐνεργός