μούργα: Difference between revisions

From LSJ

ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop

Source
(26)
 
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
[[File:Orujera.jpg|thumb|Amurca pit at one oil mill, in the province of Jaén.]]
{{grml
{{grml
|mltxt=η<br />το ακάθαρτο [[κατακάθι]] λαδιού ή κρασιού στον πυθμένα δοχείου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>amurca</i> ή <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[ἀμόργη]]].
|mltxt=η<br />το ακάθαρτο [[κατακάθι]] λαδιού ή κρασιού στον πυθμένα δοχείου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>amurca</i> ή <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[ἀμόργη]]].
}}
}}

Latest revision as of 18:21, 21 November 2019

Amurca pit at one oil mill, in the province of Jaén.

Greek Monolingual

η
το ακάθαρτο κατακάθι λαδιού ή κρασιού στον πυθμένα δοχείου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. amurca ή < αρχ. ἀμόργη].