3,274,921
edits
(6_15) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=syggamvroi | |Transliteration C=syggamvroi | ||
|Beta Code=su/ggambroi | |Beta Code=su/ggambroi | ||
|Definition=οἱ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">the husbands of two sisters</b>, <span class="bibl">Poll.3.32</span>, etc.: sg., <b class="b2">brother-in-law</b>, PCair.Zen.475.11 (iii B.C.), <span class="title">MAMA</span>3.493 (Corycus); = | |Definition=οἱ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">the husbands of two sisters</b>, <span class="bibl">Poll.3.32</span>, etc.: sg., <b class="b2">brother-in-law</b>, PCair.Zen.475.11 (iii B.C.), <span class="title">MAMA</span>3.493 (Corycus); = [[congener]], Gloss.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σύγγαμβροι''': οἱ, ὡς καὶ νῦν, [[ὁμόγαμβροι]], «οἱ δὲ δύο ἀδελφὰς γήμαντες [[ὁμόγαμβροι]] ἢ [[σύγγαμβροι]] ἢ [[μᾶλλον]] συγκηδεσταὶ» [[Πολυδ]]. Γ΄, 32, κτλ.· - [[ἐντεῦθεν]] ἐπίθετ. συγγαμβρικός, ή, όν, Βυζ.· - συγγαμβρία, ἡ, [[αὐτόθι]]· - συγγαμβρεύω, «μὴ συγγαμβρεύειν αἱρετικοῖς ἢ Ἰουδαίοις» Καν. τῆς Δ΄ Συνόδου ιδ΄ (ἐν τῷ Ἀναλυτ. Πίνακι τῶν Ἱερῶν Κανόν. τ. 2, σ. 722). | |lstext='''σύγγαμβροι''': οἱ, ὡς καὶ νῦν, [[ὁμόγαμβροι]], «οἱ δὲ δύο ἀδελφὰς γήμαντες [[ὁμόγαμβροι]] ἢ [[σύγγαμβροι]] ἢ [[μᾶλλον]] συγκηδεσταὶ» [[Πολυδ]]. Γ΄, 32, κτλ.· - [[ἐντεῦθεν]] ἐπίθετ. συγγαμβρικός, ή, όν, Βυζ.· - συγγαμβρία, ἡ, [[αὐτόθι]]· - συγγαμβρεύω, «μὴ συγγαμβρεύειν αἱρετικοῖς ἢ Ἰουδαίοις» Καν. τῆς Δ΄ Συνόδου ιδ΄ (ἐν τῷ Ἀναλυτ. Πίνακι τῶν Ἱερῶν Κανόν. τ. 2, σ. 722). | ||
}} | }} |