ἄκλαυτος: Difference between revisions

CSV import
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
(CSV import)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄκλαυτος:''' ή ἄ-κλαυστος, -ον, [[άκλαυτος]], [[αθρήνητος]], σε Όμηρ.· ([[κλαίω]])·<br /><b class="num">I.</b> Παθ., αυτός που δεν θρηνολογήθηκε, [[φίλων]], από φίλους, σε Σοφ.· <i>ἄκλαυτα [[τέκνα]]</i>, δηλ. [[παιδιά]] που δεν υπόκεινται σε θάνατο, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που δεν κλαίει, ο [[χωρίς]] δάκρυα, [[αδάκρυτος]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> σε Σοφ. = <i>χαίρων</i>, με [[ατιμωρησία]], άφοβα.
|lsmtext='''ἄκλαυτος:''' ή ἄ-κλαυστος, -ον, [[άκλαυτος]], [[αθρήνητος]], σε Όμηρ.· ([[κλαίω]])·<br /><b class="num">I.</b> Παθ., αυτός που δεν θρηνολογήθηκε, [[φίλων]], από φίλους, σε Σοφ.· <i>ἄκλαυτα [[τέκνα]]</i>, δηλ. [[παιδιά]] που δεν υπόκεινται σε θάνατο, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που δεν κλαίει, ο [[χωρίς]] δάκρυα, [[αδάκρυτος]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> σε Σοφ. = <i>χαίρων</i>, με [[ατιμωρησία]], άφοβα.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=(see also: [[ἄκλαυστος]]) [[with impunity]]
}}
}}