κιρσός: Difference between revisions

m
Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ."
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κιρσός''': ὁ, ἀνευρυσμὸς ἢ [[οἴδημα]] φλεβός, [[διάρρηξις]], λατ. varix, ἰδίως περὶ τὰς κνήμας, τὸ ἐπιγάστριον, τοὺς μηρούς, κτλ., τὸ αὐτὸ καὶ [[ἰξία]] ΙΙΙ, Ἱππ. Ἀφ. 1257, κτλ.· [[ὡσαύτως]] [[κρισσός]], [[κριξός]], [[Πολυδ]]. Δ΄, 196, Ἡσύχ. ἐν λέξ.
|lstext='''κιρσός''': ὁ, ἀνευρυσμὸς ἢ [[οἴδημα]] φλεβός, [[διάρρηξις]], λατ. varix, ἰδίως περὶ τὰς κνήμας, τὸ ἐπιγάστριον, τοὺς μηρούς, κτλ., τὸ αὐτὸ καὶ [[ἰξία]] ΙΙΙ, Ἱππ. Ἀφ. 1257, κτλ.· [[ὡσαύτως]] [[κρισσός]], [[κριξός]], Πολυδ. Δ΄, 196, Ἡσύχ. ἐν λέξ.
}}
}}
{{grml
{{grml