3,274,916
edits
(CSV import) |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δρόμος''': ὁ, ([[δραμεῖν]], δέδρομα)· ― ἀγὼν δρόμου, τρέξιμον· ἐν Ἰλ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ ἵππων, ἵπποισι τάθη [[δρόμος]], καὶ ἐπὶ ἀνδρῶν, τέτατο [[δρόμος]], ἴδε ἐν λ. [[τείνω]] Ι. 2· οὐρίῳ δρόμῳ, κατ’ εὐθὺν δρόμον, Σοφ. Αἴ. 889· ἅπαντι χρῆσθαι τῷ δρόμῳ, [[μετὰ]] πάσης ταχύτητος, Λουκ. Δημ. 10·- [[ἐντεῦθεν]] ἐπὶ πάσης ταχείας κινήσεως, π. χ. ἐπὶ πτήσεως, Αἰσχύλ. Πέρσ. 205·- [[ὡσαύτως]] ἐπὶ χρόνου, ἡμέρης δρ., τὸ τρέξιμον τῆς ἡμέρας, [[ἤτοι]] τὸ [[διάστημα]], [[ὅπερ]] δύναταί τις νὰ διαδράμῃ ἐπὶ μίαν ἡμέραν, Ἡρόδ. 2. 5, πρβλ. 8. 98· ἵππου δρ. ἡμέρας Δημ. 428, ἐν τέλ.·- ἐπὶ πραγμάτων, δρ. νεφέλης, ἡλίου Εὐρ. Φοιν. 166, Πλάτ. Ἀξ. 370Β, κτλ.·- δρόμῳ, δρομαίως, «τρεχᾶτα»·- [[συχνάκις]] [[μετὰ]] ῥημάτων κινήσεως, δρόμῳ ἄγειν Ἡρόδ. 9. 59· ἰέναι 4. 77· χρῆσθαι 6. 112· χωρεῖν Θουκ. 4. 31. ἐπὶ ἐφόδου τοῦ πεζικοῦ, ἴδε ἐν λ. θέω· δρόμῳ ξυνῆψαν Εὐρ. Φοιν. 1101· βοηθῆσαι δρόμῳ Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 467· [[ὡσαύτως]] κατὰ πληθ., δρόμοις Αἰσχύλ. Πρ. 838, Ἱκέτ. 819. 2) ἡ ἐν τῷ τρέχειν [[ἅμιλλα]], Συλλ. Ἐπιγρ. 108. 11, κ. ἀλλ.·- παροιμ., περὶ τοῦ παντὸς δρόμον θεῖν, ἀγωνίζεσθαι περὶ τῶν ὅλων, Ἡρόδ. 8. 74· τὸν περὶ ψυχῆς δρόμον [[δραμεῖν]] Ἀριστοφ. Σφηξ. 375· περὶ ψυχῆς ὁ δρ. Πλάτ. Θεαιτ. 173Α· ἴδε ἐν λ. θέω Ι. 2, [[τρέχω]] ΙΙ. 2·- [[καθόλου]], [[ἀγών]], [[ἅμιλλα]], πλαγᾶν [[δρόμος]], δηλ. ἀγὼν πυγμῆς, Πίνδ. Ι. 5. (4). 76. 3) τὸ [[μῆκος]] τοῦ σταδίου, [[στάδιον]], Σοφ. Ἠλ. 713 καὶ 748· ἀλλ’ [[αὐτόθι]] 691, φαίνεται ὅτι κεῖται [[καθόλου]] ἐπὶ τοῦ πεντάθλου, πρβλ. [[τρέχω]]· ἐν τῷ δευτέρῳ δρ. Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 29, 7. ΙΙ. [[τόπος]] [[κατάλληλος]] πρὸς τρέξιμον, δρόμοι εὐρέες, τόποι, πεδία δι’ ἀγέλας βοῶν, Ὀδ. Δ. 605· ἴδε Gladstone Hom. Stud. 3. 418. 2) ἀγὼν δρόμου, Ἡρόδ. 6. 126· [[δημόσιος]] [[περίπατος]], Λατ. ambulatio, Εὐρ. Ἀνδρ. 599, Εὔπολ. Ἀστρατ. 3, Πλάτ. Θεαιτ. 144C· ὁ [[κατάστεγος]] δρ., Λατ. ambulatio tecta, [[διάδρομος]] [[ὑπόστεγος]], Πλάτ. Εὐθυδ. 273Α· δρ. ξυστὸς Ἀριστίας παρὰ | |lstext='''δρόμος''': ὁ, ([[δραμεῖν]], δέδρομα)· ― ἀγὼν δρόμου, τρέξιμον· ἐν Ἰλ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ ἵππων, ἵπποισι τάθη [[δρόμος]], καὶ ἐπὶ ἀνδρῶν, τέτατο [[δρόμος]], ἴδε ἐν λ. [[τείνω]] Ι. 2· οὐρίῳ δρόμῳ, κατ’ εὐθὺν δρόμον, Σοφ. Αἴ. 889· ἅπαντι χρῆσθαι τῷ δρόμῳ, [[μετὰ]] πάσης ταχύτητος, Λουκ. Δημ. 10·- [[ἐντεῦθεν]] ἐπὶ πάσης ταχείας κινήσεως, π. χ. ἐπὶ πτήσεως, Αἰσχύλ. Πέρσ. 205·- [[ὡσαύτως]] ἐπὶ χρόνου, ἡμέρης δρ., τὸ τρέξιμον τῆς ἡμέρας, [[ἤτοι]] τὸ [[διάστημα]], [[ὅπερ]] δύναταί τις νὰ διαδράμῃ ἐπὶ μίαν ἡμέραν, Ἡρόδ. 2. 5, πρβλ. 8. 98· ἵππου δρ. ἡμέρας Δημ. 428, ἐν τέλ.·- ἐπὶ πραγμάτων, δρ. νεφέλης, ἡλίου Εὐρ. Φοιν. 166, Πλάτ. Ἀξ. 370Β, κτλ.·- δρόμῳ, δρομαίως, «τρεχᾶτα»·- [[συχνάκις]] [[μετὰ]] ῥημάτων κινήσεως, δρόμῳ ἄγειν Ἡρόδ. 9. 59· ἰέναι 4. 77· χρῆσθαι 6. 112· χωρεῖν Θουκ. 4. 31. ἐπὶ ἐφόδου τοῦ πεζικοῦ, ἴδε ἐν λ. θέω· δρόμῳ ξυνῆψαν Εὐρ. Φοιν. 1101· βοηθῆσαι δρόμῳ Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 467· [[ὡσαύτως]] κατὰ πληθ., δρόμοις Αἰσχύλ. Πρ. 838, Ἱκέτ. 819. 2) ἡ ἐν τῷ τρέχειν [[ἅμιλλα]], Συλλ. Ἐπιγρ. 108. 11, κ. ἀλλ.·- παροιμ., περὶ τοῦ παντὸς δρόμον θεῖν, ἀγωνίζεσθαι περὶ τῶν ὅλων, Ἡρόδ. 8. 74· τὸν περὶ ψυχῆς δρόμον [[δραμεῖν]] Ἀριστοφ. Σφηξ. 375· περὶ ψυχῆς ὁ δρ. Πλάτ. Θεαιτ. 173Α· ἴδε ἐν λ. θέω Ι. 2, [[τρέχω]] ΙΙ. 2·- [[καθόλου]], [[ἀγών]], [[ἅμιλλα]], πλαγᾶν [[δρόμος]], δηλ. ἀγὼν πυγμῆς, Πίνδ. Ι. 5. (4). 76. 3) τὸ [[μῆκος]] τοῦ σταδίου, [[στάδιον]], Σοφ. Ἠλ. 713 καὶ 748· ἀλλ’ [[αὐτόθι]] 691, φαίνεται ὅτι κεῖται [[καθόλου]] ἐπὶ τοῦ πεντάθλου, πρβλ. [[τρέχω]]· ἐν τῷ δευτέρῳ δρ. Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 29, 7. ΙΙ. [[τόπος]] [[κατάλληλος]] πρὸς τρέξιμον, δρόμοι εὐρέες, τόποι, πεδία δι’ ἀγέλας βοῶν, Ὀδ. Δ. 605· ἴδε Gladstone Hom. Stud. 3. 418. 2) ἀγὼν δρόμου, Ἡρόδ. 6. 126· [[δημόσιος]] [[περίπατος]], Λατ. ambulatio, Εὐρ. Ἀνδρ. 599, Εὔπολ. Ἀστρατ. 3, Πλάτ. Θεαιτ. 144C· ὁ [[κατάστεγος]] δρ., Λατ. ambulatio tecta, [[διάδρομος]] [[ὑπόστεγος]], Πλάτ. Εὐθυδ. 273Α· δρ. ξυστὸς Ἀριστίας παρὰ Πολυδ. Θ΄, 43 δύ’ ἢ [[τρεῖς]] δρόμους περιεληλυθότε, ἀφ’ οὗ περιεπάτησαν δύο ἢ [[τρεῖς]] γύρους εἰς τὸν διάδρομον, Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ.·- παροιμ., ἔξω δρόμου ἢ ἐκτὸς δρόμου φέρεσθαι, Λατ. extra oleas vagari, πλανῶμαι ἐκτὸς τοῦ δρόμου, δηλ. ἐκτὸς τοῦ προκειμένου ζητήματος, Αἰσχύλ. Πρ. 884, Πλάτ. Κρατ. 414Β· ἐκ δρόμου πεσεῖν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1245· οὐδὲν ἔστ’ ἔξω δρόμου, δὲν [[εἶναι]] ἐκτὸς τοῦ προκειμένου, ὁ αὐτ. Χο. 514. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |