ἔρχομαι: Difference between revisions

m
Text replacement - ",[[" to ", [["
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[(\w+)\n\|(\w+)\]\]" to "$2")
m (Text replacement - ",[[" to ", [[")
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και έρχουμαι (AM [[ἔρχομαι]])<br /><b>1.</b> κατευθύνομαι ή [[πλησιάζω]] σε κάποιον [[τόπο]] ή σε κάποιον [[πρόσωπο]] (α. «καὶ ἐπὶ πόλιν δυνατωτάτην νῡν ἐρχόμεθα», <b>Θουκ.</b> β. «τον είδα νά ΄ρχεται [[προς]] το [[μέρος]] μου»)<br /><b>2.</b> [[επιστρέφω]], [[γυρίζω]] [[πίσω]] (α. «οὔτ΄ Ὀδυσεὺς ἔτι οἶκον ἐλεύσεται», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «ήρθα [[πάλι]]»<br /><b>3.</b> [[φθάνω]] σε κάποιον [[τόπο]] (α. «θα έρθει με το τελευταίο [[τρένο]]» β. «[[μετά]] δε ταῡτα χωρισθεὶς ὁ Παῡλος ἐκ τῶν Ἀθηνῶν ἧλθεν εὶς Κόρινθον», ΚΔ.)<br /><b>4.</b> (για εξωτερικά ερεθίσματα, ήχους, φωνές) [[γίνομαι]] [[αντιληπτός]], ακούγομαι («τὸν δ’ [[αἶψα]] περὶ φρένας ἤλυθ’ ἰωή», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>5.</b> [[προέρχομαι]], έχω την [[προέλευση]] ή την [[αρχή]] (α. «καὶ οὖν καὶ [[ἄρτι]] ἀπ’ ἐκεῖνον [[ἔρχομαι]]», <b>Πλάτ.</b><br />β. «απ’ την [[κουταμάρα]] του ήρθε όλο το [[κακό]]»)<br /><b>6.</b> [[προβαίνω]] σε κάποια [[ενέργεια]] (α. «πρώτον [[έρχομαι]] να ρωτήσω για την καλή σου [[υγεία]]» β. «ἐγὼ δὲ περὶ μὲν τούτων οὐκ [[ἔρχομαι]] ἐρέων», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>7.</b> εμφανίζομαι, [[παρουσιάζομαι]] (α. «οὐ γὰρ [[ἦλθον]] ἵνα [[κρίνω]] τον κόσμον», ΚΔ<br />β. «δεν ήρθα για καλό»)<br /><b>8.</b> (για [[φυσικά]] φαινόμενα) εμφανίζομαι, [[καταφθάνω]] («ήρθε [[ένας]] [[βοριάς]]!»)<br /><b>9.</b> (για χρονικές διαιρέσεις, εποχές, ώρες) [[φθάνω]] (α. «εἰς ὅ κεν’ ἔλθῃ νὺξ [[ἀβρότη]]» — όταν θα πέσει η [[νύχτα]], <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «ήρθε το [[καλοκαίρι]]»)<br /><b>10.</b> [[καταλαμβάνω]] κάποιον αιφνιδίως (α. «μού ήρθε [[ζάλη]]» β. «μού ήρθε [[κουτί]]» [ενν. η [[τύχη]]<br />συνέβη [[κάτι]] [[χωρίς]] να το [[περιμένω]] ενώ το επιθυμούσα<br />γ. «τοιάδ’ ἐπ’ αὐτοὺς ἦλθε [[συμφορά]] πάθους», Αισχυλ.)<br /><b>11.</b> <b>φρ.</b> «[[έρχομαι]] στον εαυτό μου», «εἰς ἐμαυτὸν [[ἔρχομαι]]» — [[συνέρχομαι]], [[ξαναβρίσκω]] τις αισθήσεις μου ή την ψυχική μου [[ισορροπία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[καταλαμβάνω]] ορισμένη [[θέση]] («ήρθε [[πρώτος]] στον διαγωνισμό»)<br /><b>2.</b> (η μτχ. ενεστ.) <i>ερχόμενος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />ο [[προσεχής]], αυτός που ακολουθεί [[αμέσως]] («στο ερχόμενο [[μάθημα]]»)<br /><b>3.</b> (η προστ.) <i>έλα</i><br />α) ως προτρεπτικό («έλα, [[εμπρός]], δρόμο»)<br />β. για [[υπερβολή]] («έλα, τά παραλές»)<br />γ) σε [[συνεκφορά]] με το <i>δα</i> για [[δήλωση]] θαυμασμού ή αμφιβολίας («έλα δα, μη μάς τά λες τόσο τραγικά»)<br />δ. σε [[συνεκφορά]] με το <i>μα</i> για [[δήλωση]] αντίθεσης («έξυπνο [[παιδί]], μα έλα που [[είναι]] πεισματάρικο»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «ήρθε η ώρα» — έφτασε η κατάλληλη [[στιγμή]]<br />β) «ήρθε η ώρα μου» — έφτασε η [[στιγμή]] του θανάτου μου<br />γ) «έρχεται ο [[καιρός]] μου» — [[ωριμάζω]]<br />δ) «[[έρχομαι]] στον κόσμο» — γεννιέμαι<br />ε) «[[έρχομαι]] στο φως» — αποκαλύπτομαι, φανερώνομαι<br />στ) «[[έρχομαι]] στα πράγματα» — [[αναλαμβάνω]] την [[εξουσία]]<br />ζ) «[[έρχομαι]] [[πρώτα]] ή [[πριν]]» — [[προηγούμαι]]<br />η) «[[πάει]] κι έρχεται» — [[κάπως]] υποφέρεται<br />θ) «[[πάει]] κι έλα» — [[μετάβαση]] με [[επιστροφή]] («ένα [[εισιτήριο]] [[πάει]] κι έλα»)<br />ι) «το πήγαιν’ έλα» — η συχνή [[μετακίνηση]]<br />ια) (ως [[χαιρετισμός]] για κάποιους που φθάνουν) «[[καλώς]] ήρθες» — [[καλώς]] όρισες<br />ιβ) «[[έρχομαι]] ώς, [[ίσαμε]]» — [[φθάνω]] σε ύψος [[μέχρι]] κάποιο [[σημείο]] («του έρχεται ως τους ώμους»)<br />ιγ) «λέει ό,τι του ‘ρθει» — λέει [[λόγια]] [[χωρίς]] να τά σκεφθεί<br />ιδ) «μού ‘ρχεται [[κεραμίδα]], [[κόλπος]]» — εκπλήττομαι, [[απομένω]] με ανοιχτό το [[στόμα]]<br />ιε) «μού ‘ρχεται καλά, [[κουτί]]» — μού ταιριάζει απόλυτα<br />ιστ) «τί μού ‘ρθε;» — τί μ’ έπιασε ([[ποιά]] [[διάθεση]] με κατέλαβε;)<br />ιζ) «μού ‘ρθε στον νου» — [[ξαφνικά]] θυμήθηκα<br />ιη) «[[έρχομαι]] σε κίνδυνο» — [[διακινδυνεύω]]<br />ιθ) «[[έρχομαι]] σε [[ρήξη]], σε [[λόγια]]» — [[διαφωνώ]] έντονα, [[λογοφέρνω]]<br />κ) «ἐρχομαι σε [[απελπισία]]» — απελπίζομαι<br />κα) «ἐρχομαι σε [[ευθυμία]], στο [[κέφι]]» — [[ευθυμώ]], [[μεθώ]]<br />κβ) «[[έρχομαι]] σε [[ηλικία]]» — [[γερνώ]]<br />κγ) «ήρθαν στα χέρια» — συνεπλάκησαν<br />κδ) «[[έρχομαι]] στα [[λόγια]] σου» — [[αρχίζω]] να [[συμφωνώ]] [[μαζί]] σου<br />κε) «δεν έρχεται σε λογαριασμό» — [[είναι]] [[απροσάρμοστος]], [[άκαμπτος]]<br />κστ) «έρχεται άσχημα» — [[είναι]] άσχημο<br />κζ) «όσα πάνε κι όσα έρθουν» — για άσωτους που δεν τους κάνουν [[αίσθηση]] οι μεγάλες δαπάνες<br />κη) «[[πηγαίνω]] κι [[έρχομαι]]» — σείομαι<br /><b>5.</b> <b>παροιμ.</b> «[[Γιάννης]] πήγε, [[Γιάννης]] ήρθε» — για ανόητους που δεν κάνουν καμία πρόοδο<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[αρχίζω]]<br /><b>2.</b> γεννιέμαι<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ἔρχομαι]] εἰς [[γνώρα]]» — συνετίζομαι, [[αναγνωρίζω]] το σωστό<br />β) «[[ἔρχομαι]] εἰς λόγον» — συμφωνῶ<br />γ) «[[ἔρχομαι]] εἰς [[λογία]]» — [[συζητώ]]<br />ή [[φιλονεικώ]]<br />δ) «[[ἔρχομαι]] εἰς νοῡν ή [[κατά]] νοῡν» — [[συνέρχομαι]]<br />ε) (για στρατεύματα) «[[ἔρχομαι]] τῆς γῆς» — αποβιβάζομαι<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[πορεύομαι]], [[βαδίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διέρχομαι]],[[περνώ]] από κάποιο [[τόπο]]<br /><b>2.</b> συναθροίζομαι («καὶ ἐκέλευσεν ἐλθεῑν τοὺς ἀρχιερεῑς καὶ ὅλον τὸ [[συνέδριον]] αὐτῶν», ΚΔ)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐπί πᾱν [[ἦλθον]]» — δοκίμασα [[κάθε]] [[μέσο]]<br />β) «εἰς λόγους [[ἔρχομαι]]» — [[συνομιλώ]]<br />γ) «εἰς ὄψιν [[ἔρχομαι]]» — [[βλέπω]] προσωπικά<br />δ) «εἰς χεῖρας [[ἔρχομαι]]» — συμφιλιώνομαι<br />ε) «εἰς [[ὀργὰς]] [[ἔρχομαι]]» — οργίζομαι με κάποιον<br />στ) «[[παρά]] [[μικρόν]], παρ’ ὀλίγον [[ἔρχομαι]]» — [[παρά]] λίγο να... ζ) «εἰς ἡλικίαν [[ἔρχομαι]]» — [[φθάνω]] σε ορισμένη [[ηλικία]]<br />η) «εἰς ἀσθενὲς [[ἔρχομαι]]» — [[φθάνω]] σε αδύνατο [[συμπέρασμα]]<br />θ) «[[ἔρχομαι]] [[παρά]] τινα» — συνουσιάζομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>hέρ</i>-<i>χο</i>-<i>μαι</i> με [[ανομοίωση]] δασέων και [[επίθημα]] -<i>χε</i> / -<i>χο</i>. Ο [[συσχετισμός]] με αλβ. <i>erdha</i> «ήρθα» ή με αρχ. ιρλ. <i>eirg</i> «ἐλα» και με αρχ. ινδ. <i>rgh</i><i>ā</i><i>yati</i> «σείομαι, [[εφορμώ]]» δεν φαίνεται [[βάσιμος]]. Κατ’ [[άλλη]] δε [[άποψη]], ο τ. [[έρχομαι]] ανάγεται σε τ. <i>έρ</i>-<i>σκ</i>-<i>ομαι</i> (με [[επίθημα]] -<i>σκ</i>-), [[οπότε]] συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>rcchati</i> «[[καταφέρνω]]», χεττ. <i>ar</i>-<i>sk</i> «[[πετυχαίνω]], [[εισβάλλω]]», το χ. Α <i>ar</i>-<i>s</i>, το χ. Β <i>er</i>-<i>s</i> «[[προέρχομαι]], [[παράγω]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[ανέρχομαι]], [[απέρχομαι]], [[διέρχομαι]], [[εισέρχομαι]], [[εξέρχομαι]], [[επέρχομαι]], [[κατέρχομαι]], [[μετέρχομαι]], [[παρέρχομαι]], [[περιέρχομαι]], [[προέρχομαι]], [[προσέρχομαι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[υπέρχομαι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αντεπεξέρχομαι]], [[αντιπαρέρχομαι]], [[διεξέρχομαι]], [[επανέρχομαι]], <i>ξαναέρχομαι</i>, [[ξανάρχομαι]], [[πηγαινοέρχομαι]], [[συχνοέρχομαι]], [[υπεισέρχομαι]]].
|mltxt=και έρχουμαι (AM [[ἔρχομαι]])<br /><b>1.</b> κατευθύνομαι ή [[πλησιάζω]] σε κάποιον [[τόπο]] ή σε κάποιον [[πρόσωπο]] (α. «καὶ ἐπὶ πόλιν δυνατωτάτην νῡν ἐρχόμεθα», <b>Θουκ.</b> β. «τον είδα νά ΄ρχεται [[προς]] το [[μέρος]] μου»)<br /><b>2.</b> [[επιστρέφω]], [[γυρίζω]] [[πίσω]] (α. «οὔτ΄ Ὀδυσεὺς ἔτι οἶκον ἐλεύσεται», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «ήρθα [[πάλι]]»<br /><b>3.</b> [[φθάνω]] σε κάποιον [[τόπο]] (α. «θα έρθει με το τελευταίο [[τρένο]]» β. «[[μετά]] δε ταῡτα χωρισθεὶς ὁ Παῡλος ἐκ τῶν Ἀθηνῶν ἧλθεν εὶς Κόρινθον», ΚΔ.)<br /><b>4.</b> (για εξωτερικά ερεθίσματα, ήχους, φωνές) [[γίνομαι]] [[αντιληπτός]], ακούγομαι («τὸν δ’ [[αἶψα]] περὶ φρένας ἤλυθ’ ἰωή», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>5.</b> [[προέρχομαι]], έχω την [[προέλευση]] ή την [[αρχή]] (α. «καὶ οὖν καὶ [[ἄρτι]] ἀπ’ ἐκεῖνον [[ἔρχομαι]]», <b>Πλάτ.</b><br />β. «απ’ την [[κουταμάρα]] του ήρθε όλο το [[κακό]]»)<br /><b>6.</b> [[προβαίνω]] σε κάποια [[ενέργεια]] (α. «πρώτον [[έρχομαι]] να ρωτήσω για την καλή σου [[υγεία]]» β. «ἐγὼ δὲ περὶ μὲν τούτων οὐκ [[ἔρχομαι]] ἐρέων», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>7.</b> εμφανίζομαι, [[παρουσιάζομαι]] (α. «οὐ γὰρ [[ἦλθον]] ἵνα [[κρίνω]] τον κόσμον», ΚΔ<br />β. «δεν ήρθα για καλό»)<br /><b>8.</b> (για [[φυσικά]] φαινόμενα) εμφανίζομαι, [[καταφθάνω]] («ήρθε [[ένας]] [[βοριάς]]!»)<br /><b>9.</b> (για χρονικές διαιρέσεις, εποχές, ώρες) [[φθάνω]] (α. «εἰς ὅ κεν’ ἔλθῃ νὺξ [[ἀβρότη]]» — όταν θα πέσει η [[νύχτα]], <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «ήρθε το [[καλοκαίρι]]»)<br /><b>10.</b> [[καταλαμβάνω]] κάποιον αιφνιδίως (α. «μού ήρθε [[ζάλη]]» β. «μού ήρθε [[κουτί]]» [ενν. η [[τύχη]]<br />συνέβη [[κάτι]] [[χωρίς]] να το [[περιμένω]] ενώ το επιθυμούσα<br />γ. «τοιάδ’ ἐπ’ αὐτοὺς ἦλθε [[συμφορά]] πάθους», Αισχυλ.)<br /><b>11.</b> <b>φρ.</b> «[[έρχομαι]] στον εαυτό μου», «εἰς ἐμαυτὸν [[ἔρχομαι]]» — [[συνέρχομαι]], [[ξαναβρίσκω]] τις αισθήσεις μου ή την ψυχική μου [[ισορροπία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[καταλαμβάνω]] ορισμένη [[θέση]] («ήρθε [[πρώτος]] στον διαγωνισμό»)<br /><b>2.</b> (η μτχ. ενεστ.) <i>ερχόμενος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />ο [[προσεχής]], αυτός που ακολουθεί [[αμέσως]] («στο ερχόμενο [[μάθημα]]»)<br /><b>3.</b> (η προστ.) <i>έλα</i><br />α) ως προτρεπτικό («έλα, [[εμπρός]], δρόμο»)<br />β. για [[υπερβολή]] («έλα, τά παραλές»)<br />γ) σε [[συνεκφορά]] με το <i>δα</i> για [[δήλωση]] θαυμασμού ή αμφιβολίας («έλα δα, μη μάς τά λες τόσο τραγικά»)<br />δ. σε [[συνεκφορά]] με το <i>μα</i> για [[δήλωση]] αντίθεσης («έξυπνο [[παιδί]], μα έλα που [[είναι]] πεισματάρικο»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «ήρθε η ώρα» — έφτασε η κατάλληλη [[στιγμή]]<br />β) «ήρθε η ώρα μου» — έφτασε η [[στιγμή]] του θανάτου μου<br />γ) «έρχεται ο [[καιρός]] μου» — [[ωριμάζω]]<br />δ) «[[έρχομαι]] στον κόσμο» — γεννιέμαι<br />ε) «[[έρχομαι]] στο φως» — αποκαλύπτομαι, φανερώνομαι<br />στ) «[[έρχομαι]] στα πράγματα» — [[αναλαμβάνω]] την [[εξουσία]]<br />ζ) «[[έρχομαι]] [[πρώτα]] ή [[πριν]]» — [[προηγούμαι]]<br />η) «[[πάει]] κι έρχεται» — [[κάπως]] υποφέρεται<br />θ) «[[πάει]] κι έλα» — [[μετάβαση]] με [[επιστροφή]] («ένα [[εισιτήριο]] [[πάει]] κι έλα»)<br />ι) «το πήγαιν’ έλα» — η συχνή [[μετακίνηση]]<br />ια) (ως [[χαιρετισμός]] για κάποιους που φθάνουν) «[[καλώς]] ήρθες» — [[καλώς]] όρισες<br />ιβ) «[[έρχομαι]] ώς, [[ίσαμε]]» — [[φθάνω]] σε ύψος [[μέχρι]] κάποιο [[σημείο]] («του έρχεται ως τους ώμους»)<br />ιγ) «λέει ό,τι του ‘ρθει» — λέει [[λόγια]] [[χωρίς]] να τά σκεφθεί<br />ιδ) «μού ‘ρχεται [[κεραμίδα]], [[κόλπος]]» — εκπλήττομαι, [[απομένω]] με ανοιχτό το [[στόμα]]<br />ιε) «μού ‘ρχεται καλά, [[κουτί]]» — μού ταιριάζει απόλυτα<br />ιστ) «τί μού ‘ρθε;» — τί μ’ έπιασε ([[ποιά]] [[διάθεση]] με κατέλαβε;)<br />ιζ) «μού ‘ρθε στον νου» — [[ξαφνικά]] θυμήθηκα<br />ιη) «[[έρχομαι]] σε κίνδυνο» — [[διακινδυνεύω]]<br />ιθ) «[[έρχομαι]] σε [[ρήξη]], σε [[λόγια]]» — [[διαφωνώ]] έντονα, [[λογοφέρνω]]<br />κ) «ἐρχομαι σε [[απελπισία]]» — απελπίζομαι<br />κα) «ἐρχομαι σε [[ευθυμία]], στο [[κέφι]]» — [[ευθυμώ]], [[μεθώ]]<br />κβ) «[[έρχομαι]] σε [[ηλικία]]» — [[γερνώ]]<br />κγ) «ήρθαν στα χέρια» — συνεπλάκησαν<br />κδ) «[[έρχομαι]] στα [[λόγια]] σου» — [[αρχίζω]] να [[συμφωνώ]] [[μαζί]] σου<br />κε) «δεν έρχεται σε λογαριασμό» — [[είναι]] [[απροσάρμοστος]], [[άκαμπτος]]<br />κστ) «έρχεται άσχημα» — [[είναι]] άσχημο<br />κζ) «όσα πάνε κι όσα έρθουν» — για άσωτους που δεν τους κάνουν [[αίσθηση]] οι μεγάλες δαπάνες<br />κη) «[[πηγαίνω]] κι [[έρχομαι]]» — σείομαι<br /><b>5.</b> <b>παροιμ.</b> «[[Γιάννης]] πήγε, [[Γιάννης]] ήρθε» — για ανόητους που δεν κάνουν καμία πρόοδο<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[αρχίζω]]<br /><b>2.</b> γεννιέμαι<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ἔρχομαι]] εἰς [[γνώρα]]» — συνετίζομαι, [[αναγνωρίζω]] το σωστό<br />β) «[[ἔρχομαι]] εἰς λόγον» — συμφωνῶ<br />γ) «[[ἔρχομαι]] εἰς [[λογία]]» — [[συζητώ]]<br />ή [[φιλονεικώ]]<br />δ) «[[ἔρχομαι]] εἰς νοῡν ή [[κατά]] νοῡν» — [[συνέρχομαι]]<br />ε) (για στρατεύματα) «[[ἔρχομαι]] τῆς γῆς» — αποβιβάζομαι<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[πορεύομαι]], [[βαδίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διέρχομαι]], [[περνώ]] από κάποιο [[τόπο]]<br /><b>2.</b> συναθροίζομαι («καὶ ἐκέλευσεν ἐλθεῑν τοὺς ἀρχιερεῑς καὶ ὅλον τὸ [[συνέδριον]] αὐτῶν», ΚΔ)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐπί πᾱν [[ἦλθον]]» — δοκίμασα [[κάθε]] [[μέσο]]<br />β) «εἰς λόγους [[ἔρχομαι]]» — [[συνομιλώ]]<br />γ) «εἰς ὄψιν [[ἔρχομαι]]» — [[βλέπω]] προσωπικά<br />δ) «εἰς χεῖρας [[ἔρχομαι]]» — συμφιλιώνομαι<br />ε) «εἰς [[ὀργὰς]] [[ἔρχομαι]]» — οργίζομαι με κάποιον<br />στ) «[[παρά]] [[μικρόν]], παρ’ ὀλίγον [[ἔρχομαι]]» — [[παρά]] λίγο να... ζ) «εἰς ἡλικίαν [[ἔρχομαι]]» — [[φθάνω]] σε ορισμένη [[ηλικία]]<br />η) «εἰς ἀσθενὲς [[ἔρχομαι]]» — [[φθάνω]] σε αδύνατο [[συμπέρασμα]]<br />θ) «[[ἔρχομαι]] [[παρά]] τινα» — συνουσιάζομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>hέρ</i>-<i>χο</i>-<i>μαι</i> με [[ανομοίωση]] δασέων και [[επίθημα]] -<i>χε</i> / -<i>χο</i>. Ο [[συσχετισμός]] με αλβ. <i>erdha</i> «ήρθα» ή με αρχ. ιρλ. <i>eirg</i> «ἐλα» και με αρχ. ινδ. <i>rgh</i><i>ā</i><i>yati</i> «σείομαι, [[εφορμώ]]» δεν φαίνεται [[βάσιμος]]. Κατ’ [[άλλη]] δε [[άποψη]], ο τ. [[έρχομαι]] ανάγεται σε τ. <i>έρ</i>-<i>σκ</i>-<i>ομαι</i> (με [[επίθημα]] -<i>σκ</i>-), [[οπότε]] συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>rcchati</i> «[[καταφέρνω]]», χεττ. <i>ar</i>-<i>sk</i> «[[πετυχαίνω]], [[εισβάλλω]]», το χ. Α <i>ar</i>-<i>s</i>, το χ. Β <i>er</i>-<i>s</i> «[[προέρχομαι]], [[παράγω]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[ανέρχομαι]], [[απέρχομαι]], [[διέρχομαι]], [[εισέρχομαι]], [[εξέρχομαι]], [[επέρχομαι]], [[κατέρχομαι]], [[μετέρχομαι]], [[παρέρχομαι]], [[περιέρχομαι]], [[προέρχομαι]], [[προσέρχομαι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[υπέρχομαι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αντεπεξέρχομαι]], [[αντιπαρέρχομαι]], [[διεξέρχομαι]], [[επανέρχομαι]], <i>ξαναέρχομαι</i>, [[ξανάρχομαι]], [[πηγαινοέρχομαι]], [[συχνοέρχομαι]], [[υπεισέρχομαι]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm