νεότητα: Difference between revisions

m
no edit summary
(26)
 
mNo edit summary
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[νιότη]] και νιότης, η (ΑΜ [[νεότης]], Μ και νεότη, Α δωρ. και κρητ. τ. [[νεότας]] και επικ. τ. [[νεοίη]]) [[νέος]]<br /><b>1.</b> η [[ιδιότητα]] του νέου, η νεανική [[ηλικία]], τα [[νιάτα]] (α. «στην [[καρδιά]] μου τη θλιμμένη την [[νεότητα]] ευθυμεί», <b>Σολωμ.</b><br />β. «ἁ [[νεότας]] μοι φίλον, [[ἄχθος]] δὲ τὸ [[γῆρας]] [[αἰεί]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>(περιλπτ.)</b> το [[σύνολο]] τών νεαρών ατόμων και [[ιδίως]] αυτών που βρίσκονται σε στρατεύσιμη [[ηλικία]], η [[νεολαία]] («η [[νεότητα]] [[κάθε]] εποχής [[αλλά]] και [[κάθε]] κοινωνίας έχει τον δικό της τρόπο σκέψης»)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> νεανικό [[σῶμα]], νεανική [[κορμοστασιά]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[χάνω]] τη [[νιότη]] μου»<br />i) [[πεθαίνω]] [[νέος]]<br />ii) περνούν αναξιοποίητα τα νεανικά μου [[χρόνια]], χαραμίζονται τα [[νιάτα]] μου<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[άτομο]] νεαρής ηλικίας<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) οι χάρες της νεανικής ηλικίας<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> (για την [[άνοιξη]]) [[ξεκίνημα]], [[αρχή]]<br /><b>4.</b> (για δέντρα) θαλερά κλαδιά<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ἀποκόπτω]] τὸ [[ἄνθος]] (ή τὸ [[κάλλος]]) τῆς νεότητος» ή «[[κόβω]] τὴ [[νιότη]]» — [[θανατώνω]] κάποιον σε νεαρή [[ηλικία]]<br />β) «ἀπολλύνω τὸ [[ἄνθος]] τῆς νεότητος» ή «στεροῡμαι τὴν νιότην μου» — [[πεθαίνω]] [[νέος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ορμή]] η οποία προσιδιάζει στους νέους, νεανικό [[θάρρος]] ή νεανική [[τόλμη]]<br /><b>2.</b> νεανική [[επιπολαιότητα]], [[ανοησία]] («[[νεότης]] καὶ [[ἄνοια]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> νεανική [[υπεροψία]] («ὀργῇ καὶ νεότητι τρέψας ἑαυτὸν εἰς ἰάμβους, πολλὰ τὸν Σκιπίωνα καθύβρισε», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Νεότης</i><br />η θεά της εφηβικής ηλικίας<br /><b>5.</b> (στην [[Κρήτη]] <i>ἁ νεότος</i><br />[[συμβούλιο]] αρχόντων το οποίο εκπροσωπούσε τους νέους.
|mltxt=και [[νιότη]] και νιότης, η (ΑΜ [[νεότης]], Μ και νεότη, Α δωρ. και κρητ. τ. [[νεότας]] και επικ. τ. [[νεοίη]]) [[νέος]]<br /><b>1.</b> η [[ιδιότητα]] του νέου, η νεανική [[ηλικία]], τα [[νιάτα]] (α. «στην [[καρδιά]] μου τη θλιμμένη την [[νεότητα]] ευθυμεί», <b>Σολωμ.</b><br />β. «ἁ [[νεότας]] μοι φίλον, [[ἄχθος]] δὲ τὸ [[γῆρας]] [[αἰεί]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>(περιλπτ.)</b> το [[σύνολο]] τών νεαρών ατόμων και [[ιδίως]] αυτών που βρίσκονται σε στρατεύσιμη [[ηλικία]], η [[νεολαία]] («η [[νεότητα]] [[κάθε]] εποχής [[αλλά]] και [[κάθε]] κοινωνίας έχει τον δικό της τρόπο σκέψης»)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> νεανικό [[σῶμα]], νεανική [[κορμοστασιά]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[χάνω]] τη [[νιότη]] μου»<br />i) [[πεθαίνω]] [[νέος]]<br />ii) περνούν αναξιοποίητα τα νεανικά μου [[χρόνια]], χαραμίζονται τα [[νιάτα]] μου<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[άτομο]] νεαρής ηλικίας<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) οι χάρες της νεανικής ηλικίας<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> (για την [[άνοιξη]]) [[ξεκίνημα]], [[αρχή]]<br /><b>4.</b> (για δέντρα) θαλερά κλαδιά<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ἀποκόπτω]] τὸ [[ἄνθος]] (ή τὸ [[κάλλος]]) τῆς νεότητος» ή «[[κόβω]] τὴ [[νιότη]]» — [[θανατώνω]] κάποιον σε νεαρή [[ηλικία]]<br />β) «ἀπολλύνω τὸ [[ἄνθος]] τῆς νεότητος» ή «στεροῦμαι τὴν νιότην μου» — [[πεθαίνω]] [[νέος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ορμή]] η οποία προσιδιάζει στους νέους, νεανικό [[θάρρος]] ή νεανική [[τόλμη]]<br /><b>2.</b> νεανική [[επιπολαιότητα]], [[ανοησία]] («[[νεότης]] καὶ [[ἄνοια]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> νεανική [[υπεροψία]] («ὀργῇ καὶ νεότητι τρέψας ἑαυτὸν εἰς ἰάμβους, πολλὰ τὸν Σκιπίωνα καθύβρισε», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Νεότης</i><br />η θεά της εφηβικής ηλικίας<br /><b>5.</b> (στην [[Κρήτη]] <i>ἁ νεότος</i><br />[[συμβούλιο]] αρχόντων το οποίο εκπροσωπούσε τους νέους.
}}
}}