Έλληνας: Difference between revisions

m
Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ"
mNo edit summary
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και Έλλην, ο (θηλ. [[Ελληνίδα]], η) (AM [[Ἕλλην]]<br />θηλ. ἑλληνίς, η και Α ἑλλανίς)<br />αυτός που κατάγεται από την [[Ελλάδα]] ή κατοικεί μόνιμα σε αυτήν<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εκείνος]] που έχει ελληνική [[ιθαγένεια]] ή [[υπηκοότητα]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> «ὁ ἐξ ἐθνῶν», ο Εθνικός, σε [[αντίθεση]] [[προς]] τους Ιουδαίους<br /><b>2.</b> [[οπαδός]] της αρχαίας ελληνικής θρησκείας, [[ειδωλολάτρης]] σε [[αντίθεση]] [[προς]] τους χριστιανούς<br /><b>3.</b> <b>ως επίθ.</b> ο [[ελληνικός]] («ὁ ἕλλην [[λόγος]]», «ἑλληνίς [[φωνή]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><i>οἱ Ἕλληνες</i><br />οι ελληνίζοντες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι λ. <i>Έλληνες</i> και [[Ελλάς]] [[είναι]] αβέβαιης ετυμολ., όπως εξάλλου οι περισσότερες ονομασίες χωρών και λαών. Η λ. [[Ελλάς]] [[είναι]] σχηματισμένη με [[επίθημα]] -<i>ας</i> (πρβλ. [[Τρωάς]], <i>Λευκάς</i> <b>κ.ά.</b>), ενώ το [[επίθημα]] της λ. <i>Έλληνες</i> απαντά και σε άλλες ονομασίες λαών της Β. Ελλάδας (πρβλ. <i>Αθαμάνες</i>, <i>Αινιάνες</i>, <i>Ακαρνάνες</i> <b>κ.ά.</b>). Ο [[διαφορετικός]] [[τονισμός]], ο [[οποίος]] εμφανίζεται εξάλλου και στη λ. [[Ίωνες]], προήλθε πιθ. από το <i>Παν</i>-<i>έλληνες</i> (πρβλ. <i>πάν</i>-<i>δεινος</i>, <i>παν</i>-<i>άγαθος</i> <b>κ.ά.</b>). Παράλληλα [[προς]] το <i>Έλληνες</i> υπάρχει ο τ. <i>Έλλοπες</i>, που αναφέρεται στους κατοίκους της Ελλοπίας, [[περιοχή]] βορείως της Δωδώνης και της Εύβοιας. Από άλλους υποστηρίχτηκε ότι τα [[Ελλάς]] και <i>Έλληνες</i> προήλθαν από τη λ. <i>Ελλοί</i><br />«Έλληνες οι εν [[Δωδώνη]] και οι ιερείς» (<b>Ησύχ.</b>). Ίσως όμως η λ. <i>Ελλοί</i> οφείλεται σε εσφαλμένη [[ανάγνωση]] (<i>σ</i>' <i>Ελλοί</i>) της λ. [[Σελλοί]] στην Ιλ. Π 234, [[οπότε]] δεν αποκλείεται τα [[Ελλάς]] και <i>Έλληνες</i> να προήλθαν από το [[Σελλοί]], με [[απώλεια]] του -<i>σ</i>- στην Ελληνική. Τόσο το [[Ελλάς]] όσο και το <i>Έλληνες</i> φαίνεται δεν δήλωσαν από την [[αρχή]] [[ολόκληρο]] το ελληνικό [[έθνος]]. Στα ομηρικά έπη [[Ελλάς]] [[είναι]] [[κυρίως]] η Θεσσαλική [[Φθία]], δηλ. η [[χώρα]] που ανήκει στο [[κράτος]] του Πηλέως και κατοικείται από [[Μυρμιδόνες]]. Κατά τον γεωγράφο Στράβωνα, άλλοι μεν, όπως ο [[Θουκυδίδης]], ταύτιζαν την [[Ελλάδα]] με τη [[Φθία]], δηλ. το νότιο [[μέρος]] της Θεσσαλίας, ενώ άλλοι πίστευαν ότι πρόκειται για διαφορετική από τη [[Φθία]] [[χώρα]]. Κατά τον Αριστοτέλη, όμως, ο [[οποίος]] στηρίχθηκε σε σχετική [[παράδοση]], πρώτη [[πατρίδα]] τών Ελλήνων, η αρχαία [[Ελλάς]], ήταν η [[Δωδώνη]] και η [[κοιλάδα]] του Αχελώου. Αργότερα, [[πάντως]], με τη λ. [[Ελλάς]], που αρχικώς ήταν τοπικά περιορισμένη, δηλώθηκε η Στερεά [[Ελλάδα]] και [[έπειτα]] (5ος π.Χ. [[αιώνας]]) όλη η [[χώρα]] την οποία κατοικούσαν Έλληνες, συμπεριλαμβανομένης της Πελοποννήσου και της μικρασιατικής Ελλάδας.<br />Όσον αφορά στην [[ονομασία]] <i>Έλληνες</i>, η [[λέξη]] απαντά [[άπαξ]] στον Όμηρο, για να δηλώσει τους κατοίκους της θεσσαλικής Ελλάδας, ενώ οι υπόλοιποι ονομάζονται [[Δαναοί]], <i>Αχαιοί</i> και <i>Αργείοι</i>. 'Απαξ, όμως, απαντά και η λ. [[Πανέλληνες]], [[προφανώς]] για να δηλώσει το [[σύνολο]] τών Ελλήνων, όπως συμβαίνει και αργότερα στον Ησίοδο και στον Αρχίλοχο. Από τις αρχές του 6ου π.Χ. αιώνα η λ. Έλληνες προσέλαβε ευρύτερη [[σημασία]] και σταθεροποιήθηκε στις αρχές του 5ου αιώνα, ενώ ήδη [[πριν]] από το 580 π.Χ. η λ. <i>Έλληνες</i> χρησιμοποιούνταν στο σύνθετο <i>Ελλανοδίκης</i>, η [[ονομασία]] τών κριτών τών Ολυμπιακών Αγώνων. Κατά τον Θουκυδίδη, η [[ονομασία]] <i>Έλληνες</i> επεκτάθηκε ευρύτερα, [[επειδή]] τον Έλληνα, ήρωα του ελληνικού γένους, και τους γιούς του τους καλούσαν [[συχνά]] σε άλλες πόλεις για [[βοήθεια]], ενώ [[κατά]] τον Ηρόδοτο η [[επέκταση]] της ονομασίας οφείλεται στο ότι το ελληνικό [[έθνος]], αρχικά αδύναμο, προσείλκυσε και αφομοίωσε πολλούς ομόφυλους και αλλόφυλους.<br />Σύμφωνα, [[τέλος]], με την [[άποψη]] του Γεωργίου Χατζιδάκι, η [[μεγάλη]] [[εξάπλωση]] της ονομασίας οφείλεται και σε πολιτιστικά όσο και [[πολιτικά]] αίτια, στη [[συνείδηση]] της κοινής καταγωγής που δημιουργούσαν τα αρχαία ιερά ([[Δωδώνη]], [[Δελφοί]], [[Ολυμπία]]) ή οι αποικίες, δηλ. η [[συνείδηση]] της συγγένειας και της ταυτότητας που υπήρχε [[μεταξύ]] τών αποίκων από διάφορα μέρη της Ελλάδας σε [[σύγκριση]] [[προς]] τους κατοίκους τών χωρών στις οποίες εγκαθίσταντο. Στους αλεξανδρινούς χρόνους ονομάζονταν <i>Έλληνες</i> ή <i>Ελληνίζοντες</i> ή <i>Ελληνιστές</i> όλοι οι ομιλητές της Ελληνικής. Μετά την [[επικράτηση]] όμως του χριστιανισμού η λ. <i>Έλλην</i> πήρε τη [[σημασία]] [[ειδωλολάτρης]], [[άπιστος]], Εθνικός <b>βλ. λ.</b>, [[γιατί]] δήλωνε [[κάθε]] μη Ιουδαίο ή μη χριστιανό. Μετά την [[άλωση]] της Κωνσταντινουπόλεως (1204) από τους Φράγκους οι όροι [[Ελλάς]] και <i>Έλληνες</i> επαναχρησιμοποιήθηκαν με ευρύτερο εθνολογικό και πολιτιστικό [[περιεχόμενο]], που επικράτησε στους [[μετέπειτα]] χρόνους].
|mltxt=και Έλλην, ο (θηλ. [[Ελληνίδα]], η) (AM [[Ἕλλην]]<br />θηλ. ἑλληνίς, η και Α ἑλλανίς)<br />αυτός που κατάγεται από την [[Ελλάδα]] ή κατοικεί μόνιμα σε αυτήν<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εκείνος]] που έχει ελληνική [[ιθαγένεια]] ή [[υπηκοότητα]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> «ὁ ἐξ ἐθνῶν», ο Εθνικός, σε [[αντίθεση]] [[προς]] τους Ιουδαίους<br /><b>2.</b> [[οπαδός]] της αρχαίας ελληνικής θρησκείας, [[ειδωλολάτρης]] σε [[αντίθεση]] [[προς]] τους χριστιανούς<br /><b>3.</b> <b>ως επίθ.</b> ο [[ελληνικός]] («ὁ ἕλλην [[λόγος]]», «ἑλληνίς [[φωνή]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><i>οἱ Ἕλληνες</i><br />οι ελληνίζοντες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Οι λ. <i>Έλληνες</i> και [[Ελλάς]] [[είναι]] αβέβαιης ετυμολ., όπως εξάλλου οι περισσότερες ονομασίες χωρών και λαών. Η λ. [[Ελλάς]] [[είναι]] σχηματισμένη με [[επίθημα]] -<i>ας</i> (πρβλ. [[Τρωάς]], <i>Λευκάς</i> <b>κ.ά.</b>), ενώ το [[επίθημα]] της λ. <i>Έλληνες</i> απαντά και σε άλλες ονομασίες λαών της Β. Ελλάδας (πρβλ. <i>Αθαμάνες</i>, <i>Αινιάνες</i>, <i>Ακαρνάνες</i> <b>κ.ά.</b>). Ο [[διαφορετικός]] [[τονισμός]], ο [[οποίος]] εμφανίζεται εξάλλου και στη λ. [[Ίωνες]], προήλθε πιθ. από το <i>Παν</i>-<i>έλληνες</i> (πρβλ. <i>πάν</i>-<i>δεινος</i>, <i>παν</i>-<i>άγαθος</i> <b>κ.ά.</b>). Παράλληλα [[προς]] το <i>Έλληνες</i> υπάρχει ο τ. <i>Έλλοπες</i>, που αναφέρεται στους κατοίκους της Ελλοπίας, [[περιοχή]] βορείως της Δωδώνης και της Εύβοιας. Από άλλους υποστηρίχτηκε ότι τα [[Ελλάς]] και <i>Έλληνες</i> προήλθαν από τη λ. <i>Ελλοί</i><br />«Έλληνες οι εν [[Δωδώνη]] και οι ιερείς» (<b>Ησύχ.</b>). Ίσως όμως η λ. <i>Ελλοί</i> οφείλεται σε εσφαλμένη [[ανάγνωση]] (<i>σ</i>' <i>Ελλοί</i>) της λ. [[Σελλοί]] στην Ιλ. Π 234, [[οπότε]] δεν αποκλείεται τα [[Ελλάς]] και <i>Έλληνες</i> να προήλθαν από το [[Σελλοί]], με [[απώλεια]] του -<i>σ</i>- στην Ελληνική. Τόσο το [[Ελλάς]] όσο και το <i>Έλληνες</i> φαίνεται δεν δήλωσαν από την [[αρχή]] [[ολόκληρο]] το ελληνικό [[έθνος]]. Στα ομηρικά έπη [[Ελλάς]] [[είναι]] [[κυρίως]] η Θεσσαλική [[Φθία]], δηλ. η [[χώρα]] που ανήκει στο [[κράτος]] του Πηλέως και κατοικείται από [[Μυρμιδόνες]]. Κατά τον γεωγράφο Στράβωνα, άλλοι μεν, όπως ο [[Θουκυδίδης]], ταύτιζαν την [[Ελλάδα]] με τη [[Φθία]], δηλ. το νότιο [[μέρος]] της Θεσσαλίας, ενώ άλλοι πίστευαν ότι πρόκειται για διαφορετική από τη [[Φθία]] [[χώρα]]. Κατά τον Αριστοτέλη, όμως, ο [[οποίος]] στηρίχθηκε σε σχετική [[παράδοση]], πρώτη [[πατρίδα]] τών Ελλήνων, η αρχαία [[Ελλάς]], ήταν η [[Δωδώνη]] και η [[κοιλάδα]] του Αχελώου. Αργότερα, [[πάντως]], με τη λ. [[Ελλάς]], που αρχικώς ήταν τοπικά περιορισμένη, δηλώθηκε η Στερεά [[Ελλάδα]] και [[έπειτα]] (5ος π.Χ. [[αιώνας]]) όλη η [[χώρα]] την οποία κατοικούσαν Έλληνες, συμπεριλαμβανομένης της Πελοποννήσου και της μικρασιατικής Ελλάδας.<br />Όσον αφορά στην [[ονομασία]] <i>Έλληνες</i>, η [[λέξη]] απαντά [[άπαξ]] στον Όμηρο, για να δηλώσει τους κατοίκους της θεσσαλικής Ελλάδας, ενώ οι υπόλοιποι ονομάζονται [[Δαναοί]], <i>Αχαιοί</i> και <i>Αργείοι</i>. 'Απαξ, όμως, απαντά και η λ. [[Πανέλληνες]], [[προφανώς]] για να δηλώσει το [[σύνολο]] τών Ελλήνων, όπως συμβαίνει και αργότερα στον Ησίοδο και στον Αρχίλοχο. Από τις αρχές του 6ου π.Χ. αιώνα η λ. Έλληνες προσέλαβε ευρύτερη [[σημασία]] και σταθεροποιήθηκε στις αρχές του 5ου αιώνα, ενώ ήδη [[πριν]] από το 580 π.Χ. η λ. <i>Έλληνες</i> χρησιμοποιούνταν στο σύνθετο <i>Ελλανοδίκης</i>, η [[ονομασία]] τών κριτών τών Ολυμπιακών Αγώνων. Κατά τον Θουκυδίδη, η [[ονομασία]] <i>Έλληνες</i> επεκτάθηκε ευρύτερα, [[επειδή]] τον Έλληνα, ήρωα του ελληνικού γένους, και τους γιούς του τους καλούσαν [[συχνά]] σε άλλες πόλεις για [[βοήθεια]], ενώ [[κατά]] τον Ηρόδοτο η [[επέκταση]] της ονομασίας οφείλεται στο ότι το ελληνικό [[έθνος]], αρχικά αδύναμο, προσείλκυσε και αφομοίωσε πολλούς ομόφυλους και αλλόφυλους.<br />Σύμφωνα, [[τέλος]], με την [[άποψη]] του Γεωργίου Χατζιδάκι, η [[μεγάλη]] [[εξάπλωση]] της ονομασίας οφείλεται και σε πολιτιστικά όσο και [[πολιτικά]] αίτια, στη [[συνείδηση]] της κοινής καταγωγής που δημιουργούσαν τα αρχαία ιερά ([[Δωδώνη]], [[Δελφοί]], [[Ολυμπία]]) ή οι αποικίες, δηλ. η [[συνείδηση]] της συγγένειας και της ταυτότητας που υπήρχε [[μεταξύ]] τών αποίκων από διάφορα μέρη της Ελλάδας σε [[σύγκριση]] [[προς]] τους κατοίκους τών χωρών στις οποίες εγκαθίσταντο. Στους αλεξανδρινούς χρόνους ονομάζονταν <i>Έλληνες</i> ή <i>Ελληνίζοντες</i> ή <i>Ελληνιστές</i> όλοι οι ομιλητές της Ελληνικής. Μετά την [[επικράτηση]] όμως του χριστιανισμού η λ. <i>Έλλην</i> πήρε τη [[σημασία]] [[ειδωλολάτρης]], [[άπιστος]], Εθνικός <b>βλ. λ.</b>, [[γιατί]] δήλωνε [[κάθε]] μη Ιουδαίο ή μη χριστιανό. Μετά την [[άλωση]] της Κωνσταντινουπόλεως (1204) από τους Φράγκους οι όροι [[Ελλάς]] και <i>Έλληνες</i> επαναχρησιμοποιήθηκαν με ευρύτερο εθνολογικό και πολιτιστικό [[περιεχόμενο]], που επικράτησε στους [[μετέπειτα]] χρόνους].
}}
}}