άβακας: Difference between revisions

m
Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ"
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>1.</b> όργανο εκτελέσεως αριθμητικών πράξεων<br /><b>2.</b> το [[επάνω]] [[τμήμα]] του κιονόκρανου<br /><b>3.</b> [[τετράγωνο]] [[πλακάκι]] για [[επένδυση]] τοίχων ή [[επίστρωση]] δαπέδων<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> μικρή [[πλάκα]] από σχιστόλιθο [[πάνω]] στην οποία έγραφαν με πετροκόνδυλο οι μικροί μαθητές, η [[πλάκα]], το [[αβάκιο]]<br /><b>2.</b> το [[επάνω]] επίπεδο [[τμήμα]] της πρύμνης των ξύλινων πλοίων, όπου [[συνήθως]] γράφουν τα στοιχεία του σκάφους (κν. [[καθρέφτης]] ή αϊνάς)<br /><b>3.</b> μικρή ορθογωνισμένη [[πλάκα]] που χρησιμοποιείται σε τοπογραφικές εργασίες<br /><b>4.</b> [[τμήμα]] της σκοπευτικής διόπτρας του πυροβόλου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> τετράπλευρη [[σανίδα]] ή [[τραπέζι]] που χρησιμοποιούσαν τα αθηναϊκά δικαστήρια για την [[αρίθμηση]] τών δικαστικών [[ψήφων]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οι άβακες</i> [[τμήμα]] του θεάτρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η [[προέλευση]] της λ. από το εβρ. '<i>ā</i><i>b</i><i>ā</i><i>q</i> (= [[σκόνη]]) δεν θεωρείται σημασιολογικά ικανοποιητική.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀβάκιον]], [[ἀβακίσκος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αβακωτός]]].
|mltxt=<b>1.</b> όργανο εκτελέσεως αριθμητικών πράξεων<br /><b>2.</b> το [[επάνω]] [[τμήμα]] του κιονόκρανου<br /><b>3.</b> [[τετράγωνο]] [[πλακάκι]] για [[επένδυση]] τοίχων ή [[επίστρωση]] δαπέδων<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> μικρή [[πλάκα]] από σχιστόλιθο [[πάνω]] στην οποία έγραφαν με πετροκόνδυλο οι μικροί μαθητές, η [[πλάκα]], το [[αβάκιο]]<br /><b>2.</b> το [[επάνω]] επίπεδο [[τμήμα]] της πρύμνης των ξύλινων πλοίων, όπου [[συνήθως]] γράφουν τα στοιχεία του σκάφους (κν. [[καθρέφτης]] ή αϊνάς)<br /><b>3.</b> μικρή ορθογωνισμένη [[πλάκα]] που χρησιμοποιείται σε τοπογραφικές εργασίες<br /><b>4.</b> [[τμήμα]] της σκοπευτικής διόπτρας του πυροβόλου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> τετράπλευρη [[σανίδα]] ή [[τραπέζι]] που χρησιμοποιούσαν τα αθηναϊκά δικαστήρια για την [[αρίθμηση]] τών δικαστικών [[ψήφων]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οι άβακες</i> [[τμήμα]] του θεάτρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η [[προέλευση]] της λ. από το εβρ. '<i>ā</i><i>b</i><i>ā</i><i>q</i> (= [[σκόνη]]) δεν θεωρείται σημασιολογικά ικανοποιητική.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀβάκιον]], [[ἀβακίσκος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αβακωτός]]].
}}
}}