Φοίβος: Difference between revisions

m
Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ"
m (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[")
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο / Φοῑβος, ΝΑ, και ως επίθ. φοῑβος, -οίβη, -ον, και [[φοιβός]], -ή, -όν, Α<br /><b>1.</b> <b>μυθ.</b> [[προσωνυμία]] [[κυρίως]] του Απόλλωνος ως θεού που αντιπροσώπευε την [[καθαρότητα]], την [[αγνότητα]] [[καθώς]] και την [[λαμπρότητα]], τη [[φωτεινότητα]]<br /><b>2.</b> (<b>το θηλ. ως κύριο όν.</b>) η [[Φοίβη]]<br /><b>μυθ.</b> α) [[Τιτανίδα]], [[κόρη]] της Γαίας και του Ουρανού, [[μητέρα]] της Αστερίας, της Εκάτης και της Λητούς, η οποία κατείχε το Δελφικό [[μαντείο]] [[πριν]] από την [[έλευση]] του Απόλλωνος ή, κατ' άλλους, η [[μητέρα]] του θεού [[αυτού]]<br />β) [[προσωνυμία]] της Αρτέμιδος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ως κύριο όν.</b> <b>αστρον.</b> ο [[ένατος]] [[δορυφόρος]] του πλανήτη Κρόνου και ο πιο απομακρυσμένος από αυτόν<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ως επίθ.</b> α) [[καθαρός]], [[αγνός]] και [[λαμπρός]], [[φωτεινός]]<br />β) [[προφήτης]]<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> (στην [[ποίηση]]) ο Ήλιος<br /><b>3.</b> (<b>το θηλ. στον πληθ.</b>) <i>φοῑβαι</i><br />([[κατά]] το Μέγα Ετυμολογικόν) «[[κυρίως]] αἱ καθαραὶ καὶ λαμπραὶ [[τρίχες]], παρὰ τὸ φοῑβος»<br /><b>4.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «Φοίβου ποτ' οὐκ ἐῶντος ἔσπειρεν [[τέκνα]]» — λεγόταν για τον [[πατέρα]] πολύ άσχημων παιδιών (<b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Έχει διατυπωθεί η [[άποψη]] ότι το επί θ. [[φοῖβος]] «[[καθαρός]], [[αγνός]]» συνδέεται με τους τ. που παραδίδει ο <b>Ησύχ.</b> <i>ἀφικτόν</i><br /><i>ἀκάθαρτον</i>, <i>μισητόν</i> και <i>ἀφικτρός</i><br />[[ἀκάθαρτος]], [[μιαρός]] και ότι τα δύο θ. <i>φοιβ</i>- και <i>φικ</i>- [[πρέπει]] να θεωρηθούν μεταπτωτικές βαθμίδες μιας ΙΕ ρίζας με ληκτικό χειλοϋπερωικό φθόγγο <i>g</i><sup>w </sup>(ο [[οποίος]] αποδόθηκε με -<i>κ</i>- [[πριν]] από το οδοντικό -<i>τ</i>-, <b>πρβλ.</b> [[ὄκταλλος]] <span style="color: red;"><</span> [[ρίζα]] <i>ok</i><sup>w</sup>-, <b>βλ.</b> <i>όπωπα</i>). Λεν υπάρχουν, όμως, άλλα στοιχεία που να βοηθούν σε έναν ακριβέστερο προσδιορισμό της ρίζας, ενώ και μια [[ρίζα]] <i>ĝhwoig</i><sup>u</sup>- «[[φωτίζω]], [[λάμψη]]», που έχει προταθεί, παραμένει υποθετική. Εξάλλου, και οι συνδέσεις της λ. με τον τ. [[ποιμήν]], με τα λατ. <i>purus</i> «[[καθαρός]]» και <i>pius</i> «[[ευσεβής]]» ή με έναν αμάρτυρο αρχ. περσ. τ. <i>bigna</i>- «[[λάμψη]]» δεν θεωρούνται πιθανές. Η λ., πιθανότατα, τονιζόταν αρχικά στη [[λήγουσα]] [[φοιβός]] (<b>πρβλ.</b> [[ἀοιδός]], [[θοός]], [[λοιπός]] και τα υπόλοιπα οξύτονα ον. δηλωτικά του δράστη ενέργειας) και στη [[συνέχεια]], στην [[προσωνυμία]] του Απόλλωνος <i>Φοῖβος</i>, σημειώθηκε [[αναβιβασμός]] του τόνου, ο [[οποίος]] γενικεύθηκε και επικράτησε και στο επίθ. [[φοῖβος]]. Από σημασιολογική, [[τέλος]], [[άποψη]], το επίθ. [[φοῖβος]] χρησιμοποιήθηκε πιθ. [[πρώτα]] ως [[προσωνυμία]] του Απόλλωνος, του θεού [[δηλαδή]] που εξαγνίζει, που καθαίρει (από όπου και η σημ. του επιθ. [[φοῖβος]] «[[καθαρός]], [[αγνός]]»), ο [[οποίος]], όμως, [[είναι]] συγχρόνως [[στενά]] συνδεδεμένος με την [[έννοια]] της μαντείας, της προφητείας, [[γεγονός]] που ερμηνεύει τις αντίστοιχες σημ. ορισμένων παρ. και σύνθ. τ. (<b>πρβλ.</b> [[φοιβάζω]], <i>φοιβῶ</i>, [[φοιβόληπτος]], [[φοιβολόγος]] <b>κ.λπ.</b>)].
|mltxt=ο / Φοῑβος, ΝΑ, και ως επίθ. φοῑβος, -οίβη, -ον, και [[φοιβός]], -ή, -όν, Α<br /><b>1.</b> <b>μυθ.</b> [[προσωνυμία]] [[κυρίως]] του Απόλλωνος ως θεού που αντιπροσώπευε την [[καθαρότητα]], την [[αγνότητα]] [[καθώς]] και την [[λαμπρότητα]], τη [[φωτεινότητα]]<br /><b>2.</b> (<b>το θηλ. ως κύριο όν.</b>) η [[Φοίβη]]<br /><b>μυθ.</b> α) [[Τιτανίδα]], [[κόρη]] της Γαίας και του Ουρανού, [[μητέρα]] της Αστερίας, της Εκάτης και της Λητούς, η οποία κατείχε το Δελφικό [[μαντείο]] [[πριν]] από την [[έλευση]] του Απόλλωνος ή, κατ' άλλους, η [[μητέρα]] του θεού [[αυτού]]<br />β) [[προσωνυμία]] της Αρτέμιδος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ως κύριο όν.</b> <b>αστρον.</b> ο [[ένατος]] [[δορυφόρος]] του πλανήτη Κρόνου και ο πιο απομακρυσμένος από αυτόν<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ως επίθ.</b> α) [[καθαρός]], [[αγνός]] και [[λαμπρός]], [[φωτεινός]]<br />β) [[προφήτης]]<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> (στην [[ποίηση]]) ο Ήλιος<br /><b>3.</b> (<b>το θηλ. στον πληθ.</b>) <i>φοῑβαι</i><br />([[κατά]] το Μέγα Ετυμολογικόν) «[[κυρίως]] αἱ καθαραὶ καὶ λαμπραὶ [[τρίχες]], παρὰ τὸ φοῑβος»<br /><b>4.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «Φοίβου ποτ' οὐκ ἐῶντος ἔσπειρεν [[τέκνα]]» — λεγόταν για τον [[πατέρα]] πολύ άσχημων παιδιών (<b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Έχει διατυπωθεί η [[άποψη]] ότι το επί θ. [[φοῖβος]] «[[καθαρός]], [[αγνός]]» συνδέεται με τους τ. που παραδίδει ο <b>Ησύχ.</b> <i>ἀφικτόν</i><br /><i>ἀκάθαρτον</i>, <i>μισητόν</i> και <i>ἀφικτρός</i><br />[[ἀκάθαρτος]], [[μιαρός]] και ότι τα δύο θ. <i>φοιβ</i>- και <i>φικ</i>- [[πρέπει]] να θεωρηθούν μεταπτωτικές βαθμίδες μιας ΙΕ ρίζας με ληκτικό χειλοϋπερωικό φθόγγο <i>g</i><sup>w </sup>(ο [[οποίος]] αποδόθηκε με -<i>κ</i>- [[πριν]] από το οδοντικό -<i>τ</i>-, <b>πρβλ.</b> [[ὄκταλλος]] <span style="color: red;"><</span> [[ρίζα]] <i>ok</i><sup>w</sup>-, <b>βλ.</b> <i>όπωπα</i>). Λεν υπάρχουν, όμως, άλλα στοιχεία που να βοηθούν σε έναν ακριβέστερο προσδιορισμό της ρίζας, ενώ και μια [[ρίζα]] <i>ĝhwoig</i><sup>u</sup>- «[[φωτίζω]], [[λάμψη]]», που έχει προταθεί, παραμένει υποθετική. Εξάλλου, και οι συνδέσεις της λ. με τον τ. [[ποιμήν]], με τα λατ. <i>purus</i> «[[καθαρός]]» και <i>pius</i> «[[ευσεβής]]» ή με έναν αμάρτυρο αρχ. περσ. τ. <i>bigna</i>- «[[λάμψη]]» δεν θεωρούνται πιθανές. Η λ., πιθανότατα, τονιζόταν αρχικά στη [[λήγουσα]] [[φοιβός]] (<b>πρβλ.</b> [[ἀοιδός]], [[θοός]], [[λοιπός]] και τα υπόλοιπα οξύτονα ον. δηλωτικά του δράστη ενέργειας) και στη [[συνέχεια]], στην [[προσωνυμία]] του Απόλλωνος <i>Φοῖβος</i>, σημειώθηκε [[αναβιβασμός]] του τόνου, ο [[οποίος]] γενικεύθηκε και επικράτησε και στο επίθ. [[φοῖβος]]. Από σημασιολογική, [[τέλος]], [[άποψη]], το επίθ. [[φοῖβος]] χρησιμοποιήθηκε πιθ. [[πρώτα]] ως [[προσωνυμία]] του Απόλλωνος, του θεού [[δηλαδή]] που εξαγνίζει, που καθαίρει (από όπου και η σημ. του επιθ. [[φοῖβος]] «[[καθαρός]], [[αγνός]]»), ο [[οποίος]], όμως, [[είναι]] συγχρόνως [[στενά]] συνδεδεμένος με την [[έννοια]] της μαντείας, της προφητείας, [[γεγονός]] που ερμηνεύει τις αντίστοιχες σημ. ορισμένων παρ. και σύνθ. τ. (<b>πρβλ.</b> [[φοιβάζω]], <i>φοιβῶ</i>, [[φοιβόληπτος]], [[φοιβολόγος]] <b>κ.λπ.</b>)].
}}
}}