ήρωας: Difference between revisions

m
Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ"
(16)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. [[ηρωίδα]] (AM [[ἥρως]], θηλ. [[ἡρωίς]]<br />Α θηλ. και [[ἡρωίνη]])<br /><b>1.</b> [[έξοχος]] για την [[ανδρεία]] του ή την [[αρετή]] του [[άνθρωπος]]<br /><b>2.</b> [[ιερός]] [[νεκρός]] στον οποίο αποδίδονται μεταθανάτιες τιμές<br /><b>3.</b> [[θαρραλέος]], [[ατρόμητος]] που φτάνει ως την [[αυτοθυσία]] για κάποιο ανώτερο σκοπό<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το κύριο ή βασικό [[πρόσωπο]] ποιητικού ή θεατρικού έργου<br /><b>2.</b> ο [[δράστης]], το κύριο [[πρόσωπο]] σε κάποιο [[γεγονός]] ή [[επεισόδιο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>πληθ.</b> <i>ἥρωες</i><br />το [[τέταρτο]] [[γένος]] [[μετά]] το χρυσό, το αργυρό και το χάλκινο και [[πριν]] από το σιδερένιο, από τους ανθρώπους, τους κοινούς θνητούς<br /><b>2.</b> [[μακαρίτης]], πεθαμένος<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἐπώνυμοι ἥρωες» — οι ήρωες από τους οποίους έπαιρναν τις ονομασίες τους οι φυλές της αρχαίας Αθήνας<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[ἥρως]] [[στιγματίας]]» — στιγματισμένος [[κακοποιός]]<br /><b>5.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η ηρωΐς</i> (ενν. [[ἐννεατηρίς]])<br />[[εορτή]] που γινόταν στους Δελφούς [[κάθε]] ένατο [[έτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανάγεται σε ΙE <i>ser</i>- «[[προφυλάσσω]], [[προστατεύω]]» και πιθ. συνδέεται με το <i>Ήρα</i>. Η [[άποψη]] [[κατά]] την οποία ο τ. ανάγεται σε <i>ήρωF</i>- δεν φαίνεται πειστική, [[γιατί]] στον τ. της μυκηναϊκής <i>tiriseroe</i> δεν μαρτυρείται -<i>F</i>-. Στην αττ. διάλεκτο απαντούν και τ. που προκύπτουν με [[συναίρεση]]: <i>ήρω</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ήρωα</i>, [[ήρως]] <span style="color: red;"><</span> [[ήρωας]] ή -<i>ες</i>, όπως και γεν. <i>ήρω</i>, σύμφωνα με την αττική [[κλίση]]. Μαρτυρούνται [[επίσης]] τ. και με <i>–ν</i>-: <i>ήρω</i>-<i>νος</i>, <i>ήρω</i>-<i>νι</i>. Ως όρος «ευγενούς καταγωγής» η [[σημασία]] «[[ήρωας]]» αναφέρεται στους ήρωες του Ομήρου ανεξαρτήτως σπουδαιότητας, [[αλλά]] και στους θεούς. Μετά τον Όμηρο έλαβε θρησκευτική [[σημασία]]: «[[ημίθεος]]», «[[τοπικός]] [[θεός]]», που οφείλεται σε νεκρική [[λατρεία]] και στη μεταθανάτια [[θεοποίηση]] ανθρώπων (π. χ. Θησέας). Γι' αυτό η λ. [[ήρωας]] χρησιμοποιείται και για νεκρό ή [[φάντασμα]]. Η [[λατρεία]] τών ηρώων [[είναι]] άγνωστη στα ομηρικά [[κείμενα]], [[αλλά]] πολύ αρχαία, [[πράγμα]] που επιβεβαιώνεται από τη [[δοτική]] του τ. της μυκηναϊκής <i>tiriseroe</i> «στον τριπλό ήρωα», που σημαίνει τον «πολύ αρχαίο ήρωα».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ηρωικός]], [[ηρωίδα]] (<i>ηρωίς</i>), [[ηρωίνη]], [[ηρώισσα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>ηρωιασταί</i>, [[ηρώιος]], [[ηρωιστής]], [[ηρών]], [[ηρώος]], [[ηρώσσα]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ηρώειον]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[ηρωογονία]], [[ηρωολογώ]], <i>ηρωοφόρος</i><br /><b>μσν.</b><br />[[ηρωελεγείον]], [[ηρωίαμβος]], [[ηρωογράφος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ηρωολατρεία]]. (Β' συνθετικό <b>νεοελλ.</b> [[αντιήρωας]]].
|mltxt=ο, θηλ. [[ηρωίδα]] (AM [[ἥρως]], θηλ. [[ἡρωίς]]<br />Α θηλ. και [[ἡρωίνη]])<br /><b>1.</b> [[έξοχος]] για την [[ανδρεία]] του ή την [[αρετή]] του [[άνθρωπος]]<br /><b>2.</b> [[ιερός]] [[νεκρός]] στον οποίο αποδίδονται μεταθανάτιες τιμές<br /><b>3.</b> [[θαρραλέος]], [[ατρόμητος]] που φτάνει ως την [[αυτοθυσία]] για κάποιο ανώτερο σκοπό<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το κύριο ή βασικό [[πρόσωπο]] ποιητικού ή θεατρικού έργου<br /><b>2.</b> ο [[δράστης]], το κύριο [[πρόσωπο]] σε κάποιο [[γεγονός]] ή [[επεισόδιο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>πληθ.</b> <i>ἥρωες</i><br />το [[τέταρτο]] [[γένος]] [[μετά]] το χρυσό, το αργυρό και το χάλκινο και [[πριν]] από το σιδερένιο, από τους ανθρώπους, τους κοινούς θνητούς<br /><b>2.</b> [[μακαρίτης]], πεθαμένος<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἐπώνυμοι ἥρωες» — οι ήρωες από τους οποίους έπαιρναν τις ονομασίες τους οι φυλές της αρχαίας Αθήνας<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[ἥρως]] [[στιγματίας]]» — στιγματισμένος [[κακοποιός]]<br /><b>5.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η ηρωΐς</i> (ενν. [[ἐννεατηρίς]])<br />[[εορτή]] που γινόταν στους Δελφούς [[κάθε]] ένατο [[έτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Ανάγεται σε ΙE <i>ser</i>- «[[προφυλάσσω]], [[προστατεύω]]» και πιθ. συνδέεται με το <i>Ήρα</i>. Η [[άποψη]] [[κατά]] την οποία ο τ. ανάγεται σε <i>ήρωF</i>- δεν φαίνεται πειστική, [[γιατί]] στον τ. της μυκηναϊκής <i>tiriseroe</i> δεν μαρτυρείται -<i>F</i>-. Στην αττ. διάλεκτο απαντούν και τ. που προκύπτουν με [[συναίρεση]]: <i>ήρω</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ήρωα</i>, [[ήρως]] <span style="color: red;"><</span> [[ήρωας]] ή -<i>ες</i>, όπως και γεν. <i>ήρω</i>, σύμφωνα με την αττική [[κλίση]]. Μαρτυρούνται [[επίσης]] τ. και με <i>–ν</i>-: <i>ήρω</i>-<i>νος</i>, <i>ήρω</i>-<i>νι</i>. Ως όρος «ευγενούς καταγωγής» η [[σημασία]] «[[ήρωας]]» αναφέρεται στους ήρωες του Ομήρου ανεξαρτήτως σπουδαιότητας, [[αλλά]] και στους θεούς. Μετά τον Όμηρο έλαβε θρησκευτική [[σημασία]]: «[[ημίθεος]]», «[[τοπικός]] [[θεός]]», που οφείλεται σε νεκρική [[λατρεία]] και στη μεταθανάτια [[θεοποίηση]] ανθρώπων (π. χ. Θησέας). Γι' αυτό η λ. [[ήρωας]] χρησιμοποιείται και για νεκρό ή [[φάντασμα]]. Η [[λατρεία]] τών ηρώων [[είναι]] άγνωστη στα ομηρικά [[κείμενα]], [[αλλά]] πολύ αρχαία, [[πράγμα]] που επιβεβαιώνεται από τη [[δοτική]] του τ. της μυκηναϊκής <i>tiriseroe</i> «στον τριπλό ήρωα», που σημαίνει τον «πολύ αρχαίο ήρωα».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ηρωικός]], [[ηρωίδα]] (<i>ηρωίς</i>), [[ηρωίνη]], [[ηρώισσα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>ηρωιασταί</i>, [[ηρώιος]], [[ηρωιστής]], [[ηρών]], [[ηρώος]], [[ηρώσσα]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ηρώειον]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[ηρωογονία]], [[ηρωολογώ]], <i>ηρωοφόρος</i><br /><b>μσν.</b><br />[[ηρωελεγείον]], [[ηρωίαμβος]], [[ηρωογράφος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ηρωολατρεία]]. (Β' συνθετικό <b>νεοελλ.</b> [[αντιήρωας]]].
}}
}}