αγορά: Difference between revisions

15 bytes removed ,  29 December 2020
m
Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ"
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἀγορά]])<br /><b>1.</b> [[απόκτηση]] κυριότητας σε [[κάτι]] [[έναντι]] χρημάτων<br /><b>2.</b> [[τόπος]] όπου γίνονται οι αγοραπωλησίες<br /><b>3.</b> αυτό το οποίο αγοράζει [[κανείς]], [[εμπόρευμα]], [[προμήθεια]]<br /><b>4.</b> το [[σύνολο]] τών εμπορευμάτων ενός τόπου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αγοραστική [[αξία]], το [[αντίτιμο]] [[δηλαδή]] που καταβάλλει [[κανείς]] για να αγοράσει [[κάτι]]<br /><b>2.</b> εμπορικό [[κέντρο]], μαγαζιά<br /><b>3.</b> οι άνθρωποι που αποτελούν το εμπορικό αυτό [[κέντρο]], οι έμποροι<br /><b>4.</b> [[δυνατότητα]] καταναλώσεως, [[βαθμός]] προσφοράς και ζήτησης<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «ελεύθερη [[αγορά]]», [[αγοραπωλησία]] συναλλάγματος και ξένου νομίσματος σε ελεύθερες τιμές έξω από το [[χρηματιστήριο]]<br />«λαϊκή [[αγορά]]», [[τόπος]] πωλήσεως ειδών πρώτης ανάγκης ([[κυρίως]] τροφίμων) σε χαμηλές τιμές<br />«μαύρη [[αγορά]]», [[διάθεση]] εμπορεύματος που σπανίζει σε [[παράνομα]] αυξημένη [[τιμή]]<br />«φιλανθρωπική [[αγορά]]», [[διοργάνωση]] αγοράς, τα κέρδη της οποίας διατίθενται για φιλανθρωπικούς σκοπούς<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθε]] [[συνάθροιση]], [[συγκέντρωση]] και ιδιαίτερα του λαού (σε [[αντίθεση]] [[προς]] τη [[συνέλευση]] τών αρχόντων που αποκαλείται «[[βουλή]]», «[[θώκος]]»)<br /><b>2.</b> [[τόπος]] συγκεντρώσεως, συναθροίσεως (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>forum</i>)<br /><b>3.</b> [[συγκέντρωση]] για αγώνες<br /><b>4.</b> [[ομιλία]] στην [[αγορά]], [[δημόσια]] [[αγόρευση]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «ἀγορὰ πλήθουσα», η ώρα από τις [[δέκα]] το [[πρωί]] έως τις [[δώδεκα]] το [[μεσημέρι]], [[οπότε]] η [[αγορά]] ήταν γεμάτη κόσμο<br />«ἀγορᾱς [[διάλυσις]]», το [[απομεσήμερο]], [[οπότε]] διαλυόταν ο [[κόσμος]] από την [[αγορά]]<br />«[[ἐμβάλλω]] εἰς ἀγοράν», [[προσέρχομαι]] στην [[αγορά]], [[δηλαδή]] [[είμαι]] [[πολίτης]]<br /><b>6.</b> στη Μυκηναϊκή η [[λέξη]] παρουσιάζεται με τον τύπο <i>a</i>-<i>ko</i>-<i>ra</i> και φαίνεται ότι δηλώνει ποιμενικό όρο, [[κάτι]] [[δηλαδή]] ανάλογο με το σύγχρονο ναξιακό <i>μαζωμός</i>, το οποίο παράγεται από το [[ρήμα]] [[μαζώνω]] (= [[μαζεύω]], [[συγκεντρώνω]], [[συνάζω]], <b>[[πρβλ]].</b> αρχ. [[ἀγείρω]]) και σημαίνει την ποιμενική [[εγκατάσταση]], που λέγεται και «[[μάντρα]]», «μαντροκαθίσι».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀγείρω]]. Η αρχική [[σημασία]] της λ. [[είναι]] «[[συνάθροιση]] λαού» [[καθώς]] και «ο [[τόπος]] συγκεντρώσεως». Αυτός ο [[τόπος]] αποτελούσε το πιο πολυσύχναστο [[σημείο]] της πόλης, όπου πήγαιναν οι πωλητές για να εξασφαλίσουν την [[πώληση]] τών προϊόντων τους. Έτσι η [[περιοχή]] τών συγκεντρώσεων έγινε και εμπορικό [[κέντρο]]. Η λ. [[αγορά]] επέζησε στη Νέα Ελληνική με τη [[σημασία]] του τόπου συγκεντρώσεως τών πωλητών και τών εμπορευμάτων.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αγοράζω]], [[αγοραίος]], [[αγορεύω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀγορῆθεν]], [[ἀγορήνδε]], [[ἄγορος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[ἀγορανόμος]], <b>νεοελλ.</b> [[αγοραπωλητής]]].
|mltxt=η (Α [[ἀγορά]])<br /><b>1.</b> [[απόκτηση]] κυριότητας σε [[κάτι]] [[έναντι]] χρημάτων<br /><b>2.</b> [[τόπος]] όπου γίνονται οι αγοραπωλησίες<br /><b>3.</b> αυτό το οποίο αγοράζει [[κανείς]], [[εμπόρευμα]], [[προμήθεια]]<br /><b>4.</b> το [[σύνολο]] τών εμπορευμάτων ενός τόπου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αγοραστική [[αξία]], το [[αντίτιμο]] [[δηλαδή]] που καταβάλλει [[κανείς]] για να αγοράσει [[κάτι]]<br /><b>2.</b> εμπορικό [[κέντρο]], μαγαζιά<br /><b>3.</b> οι άνθρωποι που αποτελούν το εμπορικό αυτό [[κέντρο]], οι έμποροι<br /><b>4.</b> [[δυνατότητα]] καταναλώσεως, [[βαθμός]] προσφοράς και ζήτησης<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «ελεύθερη [[αγορά]]», [[αγοραπωλησία]] συναλλάγματος και ξένου νομίσματος σε ελεύθερες τιμές έξω από το [[χρηματιστήριο]]<br />«λαϊκή [[αγορά]]», [[τόπος]] πωλήσεως ειδών πρώτης ανάγκης ([[κυρίως]] τροφίμων) σε χαμηλές τιμές<br />«μαύρη [[αγορά]]», [[διάθεση]] εμπορεύματος που σπανίζει σε [[παράνομα]] αυξημένη [[τιμή]]<br />«φιλανθρωπική [[αγορά]]», [[διοργάνωση]] αγοράς, τα κέρδη της οποίας διατίθενται για φιλανθρωπικούς σκοπούς<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθε]] [[συνάθροιση]], [[συγκέντρωση]] και ιδιαίτερα του λαού (σε [[αντίθεση]] [[προς]] τη [[συνέλευση]] τών αρχόντων που αποκαλείται «[[βουλή]]», «[[θώκος]]»)<br /><b>2.</b> [[τόπος]] συγκεντρώσεως, συναθροίσεως (πρβλ. λατ. <i>forum</i>)<br /><b>3.</b> [[συγκέντρωση]] για αγώνες<br /><b>4.</b> [[ομιλία]] στην [[αγορά]], [[δημόσια]] [[αγόρευση]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «ἀγορὰ πλήθουσα», η ώρα από τις [[δέκα]] το [[πρωί]] έως τις [[δώδεκα]] το [[μεσημέρι]], [[οπότε]] η [[αγορά]] ήταν γεμάτη κόσμο<br />«ἀγορᾱς [[διάλυσις]]», το [[απομεσήμερο]], [[οπότε]] διαλυόταν ο [[κόσμος]] από την [[αγορά]]<br />«[[ἐμβάλλω]] εἰς ἀγοράν», [[προσέρχομαι]] στην [[αγορά]], [[δηλαδή]] [[είμαι]] [[πολίτης]]<br /><b>6.</b> στη Μυκηναϊκή η [[λέξη]] παρουσιάζεται με τον τύπο <i>a</i>-<i>ko</i>-<i>ra</i> και φαίνεται ότι δηλώνει ποιμενικό όρο, [[κάτι]] [[δηλαδή]] ανάλογο με το σύγχρονο ναξιακό <i>μαζωμός</i>, το οποίο παράγεται από το [[ρήμα]] [[μαζώνω]] (= [[μαζεύω]], [[συγκεντρώνω]], [[συνάζω]], πρβλ. αρχ. [[ἀγείρω]]) και σημαίνει την ποιμενική [[εγκατάσταση]], που λέγεται και «[[μάντρα]]», «μαντροκαθίσι».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀγείρω]]. Η αρχική [[σημασία]] της λ. [[είναι]] «[[συνάθροιση]] λαού» [[καθώς]] και «ο [[τόπος]] συγκεντρώσεως». Αυτός ο [[τόπος]] αποτελούσε το πιο πολυσύχναστο [[σημείο]] της πόλης, όπου πήγαιναν οι πωλητές για να εξασφαλίσουν την [[πώληση]] τών προϊόντων τους. Έτσι η [[περιοχή]] τών συγκεντρώσεων έγινε και εμπορικό [[κέντρο]]. Η λ. [[αγορά]] επέζησε στη Νέα Ελληνική με τη [[σημασία]] του τόπου συγκεντρώσεως τών πωλητών και τών εμπορευμάτων.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αγοράζω]], [[αγοραίος]], [[αγορεύω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀγορῆθεν]], [[ἀγορήνδε]], [[ἄγορος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[ἀγορανόμος]], <b>νεοελλ.</b> [[αγοραπωλητής]]].
}}
}}