αδολέσχης: Difference between revisions

m
Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ"
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ἀδολέσχης]] και [[ἀδόλεσχος]], -ον)<br />[[φλύαρος]], [[πολυλογάς]], [[φαφλατάς]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[οξύς]], [[διεισδυτικός]], [[λεπτολόγος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ως β' συνθ. της λ. θεωρείται η λ. [[λέσχη]] (= [[συνομιλία]], [[συζήτηση]]). Σχετικά με το α' συνθ. της λ. υπάρχουν διαφωνίες και [[είναι]] αβέβαιης ετυμολογίας. Κατά μια [[άποψη]], α' συνθ. της λ. [[είναι]] το [[ἄδην]], δηλ. [[ἄδην]] <span style="color: red;">+</span> [[λέσχη]] ([[οπότε]] [[ἀδολέσχης]] = αυτός που μιλάει πολύ, «ο αφθόνως ομιλών»)<br />προβληματική όμως σ’ αυτή την [[περίπτωση]] [[είναι]] η [[μακρότητα]] του <i>ᾱ</i> της λ. [[ἀδολέσχης]]. Κατ’ [[άλλη]] [[άποψη]], το α' συνθ. της λ. ανήκει στους θεματικούς τύπους της οικογένειας του [[ἡδύς]], [[ἁδύς]] (<span style="color: red;"><</span> <i>Fαδύς</i>) «[[γλυκύς]]», δηλ. το <i>ᾱδο</i>- της λ. [[ἀδολέσχης]] παράγεται από τ. <i>ἀ</i>-<i>Faδo</i> με <i>ἀ</i>- στερητ., [[κατόπιν]] σιγήσεως του ενδοφωνηεντικού <i>F</i> με [[συναίρεση]] ([[οπότε]] [[ἀδολέσχης]] = αυτός που δεν μιλάει [[γλυκά]]). Κατ’ [[άλλη]], [[τέλος]], [[άποψη]], το α' συνθ. [[είναι]] [[ρηματικός]] τ. δηλ. <i>ᾱδο</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>ἀαδο</i>- <span style="color: red;"><</span> [[ἀαδεῖν]] (= <i>ὀχλεῖν</i>)<br />[[ἀδολέσχης]] = ο «οχληρά ομιλών», ο [[ενοχλητικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἀδολεσχία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀδολεσχικός]] <b>αρχ.-μσν.</b> <i>ἀδολεσχῶ</i>].
|mltxt=ο (Α [[ἀδολέσχης]] και [[ἀδόλεσχος]], -ον)<br />[[φλύαρος]], [[πολυλογάς]], [[φαφλατάς]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[οξύς]], [[διεισδυτικός]], [[λεπτολόγος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Ως β' συνθ. της λ. θεωρείται η λ. [[λέσχη]] (= [[συνομιλία]], [[συζήτηση]]). Σχετικά με το α' συνθ. της λ. υπάρχουν διαφωνίες και [[είναι]] αβέβαιης ετυμολογίας. Κατά μια [[άποψη]], α' συνθ. της λ. [[είναι]] το [[ἄδην]], δηλ. [[ἄδην]] <span style="color: red;">+</span> [[λέσχη]] ([[οπότε]] [[ἀδολέσχης]] = αυτός που μιλάει πολύ, «ο αφθόνως ομιλών»)<br />προβληματική όμως σ’ αυτή την [[περίπτωση]] [[είναι]] η [[μακρότητα]] του <i>ᾱ</i> της λ. [[ἀδολέσχης]]. Κατ’ [[άλλη]] [[άποψη]], το α' συνθ. της λ. ανήκει στους θεματικούς τύπους της οικογένειας του [[ἡδύς]], [[ἁδύς]] (<span style="color: red;"><</span> <i>Fαδύς</i>) «[[γλυκύς]]», δηλ. το <i>ᾱδο</i>- της λ. [[ἀδολέσχης]] παράγεται από τ. <i>ἀ</i>-<i>Faδo</i> με <i>ἀ</i>- στερητ., [[κατόπιν]] σιγήσεως του ενδοφωνηεντικού <i>F</i> με [[συναίρεση]] ([[οπότε]] [[ἀδολέσχης]] = αυτός που δεν μιλάει [[γλυκά]]). Κατ’ [[άλλη]], [[τέλος]], [[άποψη]], το α' συνθ. [[είναι]] [[ρηματικός]] τ. δηλ. <i>ᾱδο</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>ἀαδο</i>- <span style="color: red;"><</span> [[ἀαδεῖν]] (= <i>ὀχλεῖν</i>)<br />[[ἀδολέσχης]] = ο «οχληρά ομιλών», ο [[ενοχλητικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἀδολεσχία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀδολεσχικός]] <b>αρχ.-μσν.</b> <i>ἀδολεσχῶ</i>].
}}
}}