αερομοντελισμός: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο <b>(Αθλ.)</b><br />το [[αεράθλημα]] ή το χόμπυ που συνδέεται με την [[κατασκευή]] αερομοντέλων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Νόθο σύνθετο, [[απόδοση]] στα Ελληνικά ξεν. όρου, <b>[[πρβλ]].</b> γαλλ. <i>aeromodelisme</i>].
|mltxt=ο <b>(Αθλ.)</b><br />το [[αεράθλημα]] ή το χόμπυ που συνδέεται με την [[κατασκευή]] αερομοντέλων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Νόθο σύνθετο, [[απόδοση]] στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. <i>aeromodelisme</i>].
}}
}}

Latest revision as of 22:30, 29 December 2020

Greek Monolingual

ο (Αθλ.)
το αεράθλημα ή το χόμπυ που συνδέεται με την κατασκευή αερομοντέλων.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Νόθο σύνθετο, απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. aeromodelisme].