αδελφοποιτός: Difference between revisions

m
Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ"
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και αδερφοποιτός και αδερφοχτός και αδερφοφτός, ο (Μ ἀδελφοποιητός)<br />αυτός που [[κατόπιν]] αδελφοποιίας αναγνωρίζεται ως [[αδελφός]] κάποιου, [[σταυραδελφός]], [[βλάμης]] (<b>βλ.</b> [[αδελφοποιία]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> πολύ [[αγαπητός]], [[αδελφικός]] [[φίλος]]<br /><b>2.</b> ο [[άγνωστος]], τον οποίο, σύμφωνα με τη λαϊκή [[πίστη]], [[αφού]] συναντήσει μια [[γυναίκα]] [[στείρα]] ή που της πεθαίνουν τα [[παιδιά]], τον αγκαλιάζει και πηγαίνει [[μαζί]] του να ακούσει [[ευχή]] από ιερέα με τον σκοπό να αποκτήσει [[παιδιά]] ή να μην της πεθαίνουν<br /><b>3.</b> [[φίλος]] ή [[συγγενής]] του γαμπρού ή της νύφης, ο [[οποίος]], [[κατά]] την [[τελετή]] του γάμου, στέκεται [[δίπλα]] τους και συνοδεύει τον γαμπρό, ο [[παράνυμφος]]<br /><b>4.</b> μικρά [[παιδιά]], αγόρια και κορίτσια, ή και μεγάλοι, που προσφέρουν τις υπηρεσίες τους [[πριν]] από τον γάμο ή [[μετά]] από αυτόν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> [[αδελφοποιτός]] <span style="color: red;"><</span> [[αδελφοποιητός]], με [[συγκοπή]] του φωνήεντος. Περαιτέρω [[συγκοπή]] του φωνήεντος (<i>οι</i>) οδήγησε στον τ. <i>αδερφοπτός</i> (με [[τροπή]] και του <i>λ</i> σε <i>ρ</i>), απ' όπου προήλθε ο τ. <i>αδερφοφτός</i>, με [[τροπή]] του συμπλέγματος <i>πτ</i> σε <i>φτ</i>, και στη [[συνέχεια]] ο τ. <i>αδερφοχτός</i> με [[ανομοίωση]] του <i>φτ</i> σε <i>χτ</i> λόγω του <i>φ</i> που προηγείται].
|mltxt=και αδερφοποιτός και αδερφοχτός και αδερφοφτός, ο (Μ ἀδελφοποιητός)<br />αυτός που [[κατόπιν]] αδελφοποιίας αναγνωρίζεται ως [[αδελφός]] κάποιου, [[σταυραδελφός]], [[βλάμης]] (<b>βλ.</b> [[αδελφοποιία]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> πολύ [[αγαπητός]], [[αδελφικός]] [[φίλος]]<br /><b>2.</b> ο [[άγνωστος]], τον οποίο, σύμφωνα με τη λαϊκή [[πίστη]], [[αφού]] συναντήσει μια [[γυναίκα]] [[στείρα]] ή που της πεθαίνουν τα [[παιδιά]], τον αγκαλιάζει και πηγαίνει [[μαζί]] του να ακούσει [[ευχή]] από ιερέα με τον σκοπό να αποκτήσει [[παιδιά]] ή να μην της πεθαίνουν<br /><b>3.</b> [[φίλος]] ή [[συγγενής]] του γαμπρού ή της νύφης, ο [[οποίος]], [[κατά]] την [[τελετή]] του γάμου, στέκεται [[δίπλα]] τους και συνοδεύει τον γαμπρό, ο [[παράνυμφος]]<br /><b>4.</b> μικρά [[παιδιά]], αγόρια και κορίτσια, ή και μεγάλοι, που προσφέρουν τις υπηρεσίες τους [[πριν]] από τον γάμο ή [[μετά]] από αυτόν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> [[αδελφοποιτός]] <span style="color: red;"><</span> [[αδελφοποιητός]], με [[συγκοπή]] του φωνήεντος. Περαιτέρω [[συγκοπή]] του φωνήεντος (<i>οι</i>) οδήγησε στον τ. <i>αδερφοπτός</i> (με [[τροπή]] και του <i>λ</i> σε <i>ρ</i>), απ' όπου προήλθε ο τ. <i>αδερφοφτός</i>, με [[τροπή]] του συμπλέγματος <i>πτ</i> σε <i>φτ</i>, και στη [[συνέχεια]] ο τ. <i>αδερφοχτός</i> με [[ανομοίωση]] του <i>φτ</i> σε <i>χτ</i> λόγω του <i>φ</i> που προηγείται].
}}
}}