3,276,901
edits
(1) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο (AM [[ἀθρόος]], -α, -ον, Α και ἄθρους, -ουν)<br /><b>1.</b> ο [[κατά]] σωρούς εμφανιζόμενος, [[συμπυκνωμένος]], συναγμένος, συγκεντρωμένος<br /><b>2.</b> [[σύμπας]], [[ολόκληρος]], [[συνολικός]], [[συλλογικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συνεχής]], [[αδιάλειπτος]]<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται [[αμέσως]], διά μιας, [[ξαφνικά]]<br /><b>3.</b> [[πολύς]], [[πολυπληθής]], [[άφθονος]]<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ ἀθρόον, το [[άθροισμα]], η συναγμένη [[δύναμη]] τών στρατιωτών<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «<i>ἀθρόα [[πόλις]]», οι πολίτες ως [[σύνολο]]<br />«<i>ἀθρόῳ στόματι</i>», με μια [[φωνή]]<br /><b>6.</b> <b>επιρρ.</b> <i>ἀθρόως</i>, γενικά<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />(το ουδ. ως έπιρρ.) <i>ἀθρόον</i> α) διά μιας, [[ξαφνικά]]<br />β) καθ’ ολοκληρίαν.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=-α, -ο (AM [[ἀθρόος]], -α, -ον, Α και ἄθρους, -ουν)<br /><b>1.</b> ο [[κατά]] σωρούς εμφανιζόμενος, [[συμπυκνωμένος]], συναγμένος, συγκεντρωμένος<br /><b>2.</b> [[σύμπας]], [[ολόκληρος]], [[συνολικός]], [[συλλογικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συνεχής]], [[αδιάλειπτος]]<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται [[αμέσως]], διά μιας, [[ξαφνικά]]<br /><b>3.</b> [[πολύς]], [[πολυπληθής]], [[άφθονος]]<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ ἀθρόον, το [[άθροισμα]], η συναγμένη [[δύναμη]] τών στρατιωτών<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «<i>ἀθρόα [[πόλις]]», οι πολίτες ως [[σύνολο]]<br />«<i>ἀθρόῳ στόματι</i>», με μια [[φωνή]]<br /><b>6.</b> <b>επιρρ.</b> <i>ἀθρόως</i>, γενικά<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />(το ουδ. ως έπιρρ.) <i>ἀθρόον</i> α) διά μιας, [[ξαφνικά]]<br />β) καθ’ ολοκληρίαν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- αθροιστ. (<span style="color: red;"><</span> <i>sm</i>- «σύν, [[ὁμοῦ]]») <span style="color: red;">+</span> <i>θρο</i>(<i>Fos</i>) <i>από</i> ΙΕ [[ρίζα]] <i>dher</i>- «[[κρατώ]] [[φέρω]]»<br />[[ἀθρόος]] θα σήμαινε αρχικά «τον φέροντα στον ίδιο σκοπό», απ' όπου η σημ. «συγκεντρωμένοι, όλοι [[μαζί]], από κοινού» (πρβλ. αρχ. ινδ. <i>sadhriy</i> -<i>anc</i>- «[[αθρόος]], ενωμένος»)<br /><b>βλ.</b> και το ομόρριζο <i>ἀθρῶ</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἀθροότης]], [[ἀθροίζω]]. | ||
}} | }} |