ακατάρτιστος: Difference between revisions

m
Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ"
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Μ [[ἀκατάρτιστος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει καταρτιστεί για [[κάτι]], δεν έχει την απαιτούμενη [[προπαρασκευή]]<br />«διὰ τὸ ἀκατάρτιστον αὐτών καὶ ἀσθενὲς τῆς πολιτείας» (Ειρην. 1106c)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εκείνος]] που έχει ελλιπή [[γνώση]] ή πλήρη [[άγνοια]] ενός αντικειμένου, (γενικότερα) ο [[αμόρφωτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[καταρτίζω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[ακαταρτισιά]]].
|mltxt=-η, -ο (Μ [[ἀκατάρτιστος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει καταρτιστεί για [[κάτι]], δεν έχει την απαιτούμενη [[προπαρασκευή]]<br />«διὰ τὸ ἀκατάρτιστον αὐτών καὶ ἀσθενὲς τῆς πολιτείας» (Ειρην. 1106c)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εκείνος]] που έχει ελλιπή [[γνώση]] ή πλήρη [[άγνοια]] ενός αντικειμένου, (γενικότερα) ο [[αμόρφωτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[καταρτίζω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[ακαταρτισιά]]].
}}
}}