ακροβυστία: Difference between revisions

m
Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ"
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἀκροβυστία]])<br />το [[άκρο]] του δέρματος του ανδρικού γεννητικού οργάνου<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> η ύπαρξη ακροβυστίας, το να μην έχει υποστεί [[κάποιος]] [[περιτομή]]<br /><b>2.</b> (περιληπτ. στον πληθ.) αυτοί που δεν έχουν υποστεί [[περιτομή]], δηλ. οι εθνικοί, σε [[αντίθεση]] με τους Εβραίους<br /><b>3.</b> [[σκληρότητα]], [[κακία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. της λ. [[ἀκροποσθία]], πιθ. [[κατά]] παρετυμολογική [[σύνδεση]] με το ρ. <i>βύω</i> «[[κλείνω]], [[φράζω]], [[βουλλώνω]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀκρόβυστος]]].
|mltxt=η (Α [[ἀκροβυστία]])<br />το [[άκρο]] του δέρματος του ανδρικού γεννητικού οργάνου<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> η ύπαρξη ακροβυστίας, το να μην έχει υποστεί [[κάποιος]] [[περιτομή]]<br /><b>2.</b> (περιληπτ. στον πληθ.) αυτοί που δεν έχουν υποστεί [[περιτομή]], δηλ. οι εθνικοί, σε [[αντίθεση]] με τους Εβραίους<br /><b>3.</b> [[σκληρότητα]], [[κακία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Μεταπλασμένος τ. της λ. [[ἀκροποσθία]], πιθ. [[κατά]] παρετυμολογική [[σύνδεση]] με το ρ. <i>βύω</i> «[[κλείνω]], [[φράζω]], [[βουλλώνω]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀκρόβυστος]]].
}}
}}