ακτινόμορφος: Difference between revisions
From LSJ
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
(2) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> [[ακτινοειδής]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <b>Βοτ.</b> Ακτινόμορφο ή ακτινωτό<br />[[κάθε]] φυτικό όργανο που έχει ακτινωτή [[συμμετρία]], [[δηλαδή]] [[είναι]] δυνατόν να χωριστεί σε δύο ίσα μέρη με όλα τα επίπεδα που διέρχονται από τον κύριο άξονά του.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> [[ακτινοειδής]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <b>Βοτ.</b> Ακτινόμορφο ή ακτινωτό<br />[[κάθε]] φυτικό όργανο που έχει ακτινωτή [[συμμετρία]], [[δηλαδή]] [[είναι]] δυνατόν να χωριστεί σε δύο ίσα μέρη με όλα τα επίπεδα που διέρχονται από τον κύριο άξονά του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ακτίνα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μορφος</i> <span style="color: red;"><</span> [[μορφή]]. Η λ. χρησιμοποιείται και ως όρος της βοτανικής, πρβλ. κοιν. αγγλ. <i>actinomorphous</i> ή <i>actinomorphic</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 23:00, 29 December 2020
Greek Monolingual
-η, -ο
1. ακτινοειδής
2. το ουδ. ως ουσ. Βοτ. Ακτινόμορφο ή ακτινωτό
κάθε φυτικό όργανο που έχει ακτινωτή συμμετρία, δηλαδή είναι δυνατόν να χωριστεί σε δύο ίσα μέρη με όλα τα επίπεδα που διέρχονται από τον κύριο άξονά του.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ακτίνα + -μορφος < μορφή. Η λ. χρησιμοποιείται και ως όρος της βοτανικής, πρβλ. κοιν. αγγλ. actinomorphous ή actinomorphic].