αλλά: Difference between revisions

m
Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ"
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />(Α [[ἀλλά]])<br />[[αντιθετικός]] [[σύνδεσμος]] με τον οποίο εισάγεται [[λέξη]], [[φράση]] ή [[πρόταση]] που εκφράζει [[αντίθεση]], περιορισμό ή [[διαφορά]] [[προς]] προηγούμενα μέρη του λόγου<br />ισοδυναμεί με το «μα», «όμως», «[[μολαταύτα]]», «[[παρά]]», «[[πάντως]]», «[[ωστόσο]]», «μόνον». Α. Η [[αντίθεση]] αναφέρεται σε [[τμήμα]] ή [[λέξη]] της προηγούμενης πρότασης:. ύστερα από [[άρνηση]] ή απλό αρνητικό [[μόριο]]<br />«όχι υποσχέσεις, [[αλλά]] έργα»<br />«ἦ παραφρονεῖς; οὔκ, ἀλλ' [[ὕπνος]] μ’ἔχει» (<b>Αριστοφ.</b> <i>Σφήκες</i> 9)<br /><b>2.</b> ύστερα από τις περιφράσεις «ὄχι μόνο, οὐ μόνον, μὴ μόνον», ο [[σύνδεσμος]] [[αλλά]] χρησιμοποιείται με τον σύνδεσμο και ή [[χωρίς]] αυτόν, για να επιτείνει την [[αντίθεση]]<br />«όχι μόνο του μίλησα, [[αλλά]] και τον παρακάλεσα»<br />«οὐ μόνον [[ἅπαξ]], [[ἀλλά]] [[πολλάκις]]» (<b>Πλάτ.</b> [[Φαίδρος]] 228a)<br />[και [[κατά]] [[παράλειψη]] του <i>μόνο</i>(<i>ν</i>)]<br /><b>3.</b> ύστερα από [[λέξη]] ή [[φράση]] καταφατικής σημασίας ο [[αλλά]] με [[άρνηση]] εισάγει [[έννοια]] αντίθετη [[προς]] την προηγούμενη και ισοδυναμεί με το «όχι»<br />«η [[πράξη]] αυτή χαρακτηρίζει τους γενναίους, [[αλλά]] όχι τους δειλούς»<br />«ἀγαθῶν, ἀλλ' ούχί κακῶν αἴτιον» (Λυσ. 4, 6)<br />και [[χωρίς]] [[άρνηση]] για να τονίσει τη [[διαφορά]]<br />«το [[φαγητό]] ήταν λίγο, [[αλλά]] καλό»<br />«μικρὸς μὲν ἔην [[δέμας]], [[ἀλλά]] [[μαχητής]]» (Ε, 801)<br /><b>4.</b> σπάνια ύστερα από αρνητική [[πρόταση]] με τη [[σημασία]] του «[[εκτός]]», «[[παρά]]», «[[παρά]] μόνο»<br />«δεν φταίει [[κανείς]], [[αλλά]] εγώ»<br />«ἔπαισεν [[οὔτις]] ἀλλὰ ἐγὼ» (<b>Σοφ.</b> Οιδίπ. Τ. 1331)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> σε [[σειρά]] ομοειδών εννοιών η τελευταία εισάγεται με τον [[αλλά]] για να δηλώσει [[σπουδαιότητα]]<br />«ωραία η εμφάνισή του, ωραία η [[ομιλία]] του, [[αλλά]] το κυριότερο ο [[χαρακτήρας]] του»<br /><b>2.</b> εκφέρεται [[μόνος]] του με επιρρηματική [[σημασία]] [[συνήθως]] ως [[απάντηση]] σε [[ερώτηση]] και σημαίνει «βέβαια», «αναμφισβήτητα», «αναντίρρητα»<br />«αποφάσισες να παντρευτείς; [[αλλά]];!»<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ύστερα από αρνητικές προτάσεις που εισάγονται με τα <i>οὐχ</i> (<i>μὴ</i>) <i>ὅτι</i>, <i>οὐχ</i> (<i>μὴ</i>) [[ὅπως]], τα οποία ισοδυναμούν με το «<i>οὐ μόνον</i>... [[ἀλλά]] (<i>καὶ</i>)» ή με το «οὐ μόνον ού... ἀλλὰ (καὶ)» — στην τελευταία [[περίπτωση]] η αρνητική [[μορφή]] της πρότασης που εισάγεται με τον [[αλλά]] [[είναι]] <i>ἀλλ</i>' [[οὐδέ]]<br />«μὴ ὅτι ἰδιώτην τινά, [[ἀλλά]] τὸν Μέγαν Βασιλέα» (<b>Πλάτ.</b> Απ. 40d)<br /><b>2.</b> στην [[απόδοση]] υποθετικών λόγων σημαίνει «όμως», «[[τουλάχιστον]]», «[[ακόμη]]»<br /><i>εἰ μὴ</i> (<i>ὁρῶ</i>), <i>ἀλλ</i>' [[ἀκούω]] γε</i> (<b>Πλάτ.</b> Γοργ. 470d)<br />ο [[αλλά]] χρησιμοποιείται ελλειπτικά, [[κυρίως]] ύστερα από χρονικά επιρρήματα, όταν λείπει η [[υπόθεση]]<br />«ὦ θεοὶ πατρῶοι, συγγένεσθέ γ' [[ἀλλά]] νῦν» (εἰ μὴ πρότερον, [[ἀλλά]] νῦν γε) (<b>Σοφ.</b> Ηλ. 411)<br /><b>3.</b> ύστερα από αρνητικές προτάσεις που περιέχουν συγκριτικό, ο [[αλλά]] ισοδυναμεί με τον «<i>ἤ</i> (= [[παρά]])·» «τάφον, οὐκ εν ᾧ κεῖνται [[μᾶλλον]], ἀλλ' ἐν ᾧ ἡ [[δόξα]]» (<b>Θουκ.</b> 2, 43). Β. Η [[αντίθεση]] αναφέρεται σε ολόκληρη [[πρόταση]], κώλο ή περίοδο που προηγείται<br />η [[σημασία]] [[είναι]] «[[ωστόσο]]», «[[πάντως]]»<br /><b>1.</b> ο [[αλλά]] δηλώνει [[μετάβαση]] του λόγου από μία [[έννοια]] σε [[άλλη]], εκφράζοντας [[συνήθως]] [[αντίρρηση]], [[αντιλογία]], [[έκπληξη]], και [[συχνά]] συνοδεύεται από αρνητικά μόρια<br />«αυτά που είπες [[είναι]] καλά, [[αλλά]] δύσκολα να πραγματοποιηθούν»<br />«ἐκκάλεσον αὐτόν, ἀλλ' ἀδύνατον» (<b>Αριστοφ.</b> Αχ. 402)<br /><b>2.</b> ειδικότερα, όταν βρίσκεται στην [[αρχή]] του λόγου εκφράζει καθολική [[αντίρρηση]] και σημαίνει «[[πάντως]]», «όμως» - «[[αλλά]] είσαι όμως... !»<br />«ἀλλ' ἐμοὶ δοκεῖ» (Ξενοφ. Συμπ. Ι, 1)<br /><b>3.</b> [[κυρίως]] με προστακτική ή προτρεπτική [[υποτακτική]] για να εκφράσει [[προτροπή]], [[παρόρμηση]], [[παραίνεση]] κ.λπ.<br />«[[αλλά]] [[εμπρός]], ντύσου!» «ἀλλ' ἄγε, ἴθι» (Α 210)<br />(στα νεοελλ. συνήθ. [[μπροστά]] από τα προτρεπτικά, [[εμπρός]], [[άντε]])<br /><b>4.</b> ο [[αλλά]] χρησιμοποιείται στην [[αρχή]] του λόγου για να διακόψει απότομα μία [[συζήτηση]]<br />«[[αλλά]] [[γιατί]] να τά συζητούμε [[τώρα]] αυτά;»<br />«ἀλλὰ [[ταῦτα]] μὲν τί δεῖ λέγειν;» (<b>Σοφ.</b> Φιλοκτ. 11)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «δεν έχει [[αλλά]]!» δεν επιτρέπεται, δεν χωρά [[αντίρρηση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> σε μια [[σειρά]] αλληλοδιαδόχων ερωτήσεων ή αντιρρήσεων η [[κάθε]] μία από αυτές εισάγεται με τον [[αλλά]] που σημαίνει «[[μήπως]]», «[[πλήν]]», «πότερον ᾔτουν σέ τι... ; ἀλλ' ἀπῄτουν; [[ἀλλά]] [[περί]] παιδικῶν μαχόμενος; [[ἀλλά]] μεθύων ἐπαρῴνησα;» (Ξενοφ. Ανάβ. 5, 8, 4)<br /><b>2.</b> σε ελλειπτικές περιφράσεις όπως <i>οὐ μὴν [[ἀλλά]], <i>οὐ [[μέντοι]] [[ἀλλά]], <i>οὐ γὰρ ἀλλὰ</i> σημαίνει «[[αλλά]] όμως»<br />«ὁ [[ἵππος]] πίπτει καὶ μικροῦ αὐτὸν ἐξετραχήλισεν οὐ μὴν ἀλλ' ἐπέμεινεν ὁ [[Κῦρος]]» (Ξενοφ. Κύρ. Παιδ. 1.4, 8). Γ. <b>αρχ.</b> με διάφορα μόρια από τα οποία το καθένα διατηρεί τη [[σημασία]] του<br /><b>1.</b> για γρήγορη [[μετάβαση]] <i>ἀλλ</i>' <i>ἄρα</i>.<br />«ἀλλ' ἄρα μιν κατέκηε» (Ζ 418)<br />και για [[ερώτηση]] «ἀλλ' ἄρα... ;» (<b>Πλάτ.</b> Πολιτ. 381b)<br /><b>2.</b> για [[συγκατάβαση]] <i>ἀλλ</i>' <i>οὖν</i> (=αλλ’ όμως, [[οπωσδήποτε]], [[τότε]] [[λοιπόν]]): «τοὺς πρώτους χρόνους, ἀλλ' οὖν προσεποιοῦνθ' ὑμῖν [[εἶναι]] φίλοι» (Αισχίν. 3, 86)<br /><b>3.</b> ([[συχνά]] με άλλες λέξεις που παρεμβάλλονται) [[ἀλλά]] γὰρ</i> (στ’ [[αλήθεια]], [[πράγματι]])<br />«Ἀλλὰ γὰρ Κρέοντα [[λεύσσω]]..., παύσω γόους» (<b>Ευρ.</b> Φοίνισ. 308)<br /><b>4.</b> <i>ἀλλ</i>' <i>εἰ</i> (= τί θα γίνει όμως, εάν... ;)<br /><b>5.</b> (σε ερωτήσεις που εκφράζουν [[έκπληξη]] ή [[αντίρρηση]]) ἀλλ' <i>ἦ</i><br />«ἀλλ' ἦ, τὸ λεγόμενον, [[κατόπιν]] <i>ἑορτῆς ἥκομεν</i>;» (<b>Πλάτ.</b> Γοργ. 447a)<br /><b>6.</b> γενικά, <i>ο [[ἀλλά]] ακολουθείται από διάφορα μόρια που ενισχύουν τη [[σημασία]] που αποκτά σε [[κάθε]] [[φράση]] ή [[χρήση]] [[μέσα]] στον λόγο, π. χ. <i>ἀλλ</i>' [[ἤτοι]], [[ἀλλά]] τοι</i>, [[ἀλλά]] [[μέντοι]], [[ἀλλά]] μήν</i>, [[ἀλλά]] γε</i>, [[αλλά]] δή</i><br />«ἀλλ' [[ἤτοι]] μέν [[ταῦτα]] θεῶν ἐν γούνασι κεῖται» (ρ 514).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνδεσμος με [[σημασία]] αντιθετική, επιτατική ή περιοριστική, που συνδέεται ετυμολογικά με τη λ. [[ἄλλος]]. Ειδικότερα ο συνδ. [[ἀλλά]] προήλθε από τον πληθ. του ουδετέρου <i>ἄλλα</i> (αρχική [[σημασία]]: «[[κατά]] τα λοιπά, [[κατά]] τ' άλλα»). Για τη σημασιολογική [[επέκταση]] πρβλ. και αγγλ. <i>however</i>, λατ. <i>c</i><i>ē</i><i>terum</i> «[[κατά]] τ' άλλα, [[πάντως]], [[ειδεμή]], [[εκτός]] τούτου, [[αλλά]]». Ο [[σύνδεσμος]] [[ἀλλά]] αντικατέστησε [[νωρίς]] τους αρχαιότερους αντιθετικούς συνδέσμους [[αὐτάρ]], [[ἀτάρ]] στην [[αρχή]] της προτάσεως. Σημασιολογικά δηλώνεται εντονότερη [[αντίθεση]] με το [[ἀλλά]] από ό,τι με το <i>δέ</i>].<br /><b>(II)</b><br /><b>επίρρ.</b><br /><b>βλ.</b> <i>αλά</i>.
|mltxt=<b>(I)</b><br />(Α [[ἀλλά]])<br />[[αντιθετικός]] [[σύνδεσμος]] με τον οποίο εισάγεται [[λέξη]], [[φράση]] ή [[πρόταση]] που εκφράζει [[αντίθεση]], περιορισμό ή [[διαφορά]] [[προς]] προηγούμενα μέρη του λόγου<br />ισοδυναμεί με το «μα», «όμως», «[[μολαταύτα]]», «[[παρά]]», «[[πάντως]]», «[[ωστόσο]]», «μόνον». Α. Η [[αντίθεση]] αναφέρεται σε [[τμήμα]] ή [[λέξη]] της προηγούμενης πρότασης:. ύστερα από [[άρνηση]] ή απλό αρνητικό [[μόριο]]<br />«όχι υποσχέσεις, [[αλλά]] έργα»<br />«ἦ παραφρονεῖς; οὔκ, ἀλλ' [[ὕπνος]] μ’ἔχει» (<b>Αριστοφ.</b> <i>Σφήκες</i> 9)<br /><b>2.</b> ύστερα από τις περιφράσεις «ὄχι μόνο, οὐ μόνον, μὴ μόνον», ο [[σύνδεσμος]] [[αλλά]] χρησιμοποιείται με τον σύνδεσμο και ή [[χωρίς]] αυτόν, για να επιτείνει την [[αντίθεση]]<br />«όχι μόνο του μίλησα, [[αλλά]] και τον παρακάλεσα»<br />«οὐ μόνον [[ἅπαξ]], [[ἀλλά]] [[πολλάκις]]» (<b>Πλάτ.</b> [[Φαίδρος]] 228a)<br />[και [[κατά]] [[παράλειψη]] του <i>μόνο</i>(<i>ν</i>)]<br /><b>3.</b> ύστερα από [[λέξη]] ή [[φράση]] καταφατικής σημασίας ο [[αλλά]] με [[άρνηση]] εισάγει [[έννοια]] αντίθετη [[προς]] την προηγούμενη και ισοδυναμεί με το «όχι»<br />«η [[πράξη]] αυτή χαρακτηρίζει τους γενναίους, [[αλλά]] όχι τους δειλούς»<br />«ἀγαθῶν, ἀλλ' ούχί κακῶν αἴτιον» (Λυσ. 4, 6)<br />και [[χωρίς]] [[άρνηση]] για να τονίσει τη [[διαφορά]]<br />«το [[φαγητό]] ήταν λίγο, [[αλλά]] καλό»<br />«μικρὸς μὲν ἔην [[δέμας]], [[ἀλλά]] [[μαχητής]]» (Ε, 801)<br /><b>4.</b> σπάνια ύστερα από αρνητική [[πρόταση]] με τη [[σημασία]] του «[[εκτός]]», «[[παρά]]», «[[παρά]] μόνο»<br />«δεν φταίει [[κανείς]], [[αλλά]] εγώ»<br />«ἔπαισεν [[οὔτις]] ἀλλὰ ἐγὼ» (<b>Σοφ.</b> Οιδίπ. Τ. 1331)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> σε [[σειρά]] ομοειδών εννοιών η τελευταία εισάγεται με τον [[αλλά]] για να δηλώσει [[σπουδαιότητα]]<br />«ωραία η εμφάνισή του, ωραία η [[ομιλία]] του, [[αλλά]] το κυριότερο ο [[χαρακτήρας]] του»<br /><b>2.</b> εκφέρεται [[μόνος]] του με επιρρηματική [[σημασία]] [[συνήθως]] ως [[απάντηση]] σε [[ερώτηση]] και σημαίνει «βέβαια», «αναμφισβήτητα», «αναντίρρητα»<br />«αποφάσισες να παντρευτείς; [[αλλά]];!»<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ύστερα από αρνητικές προτάσεις που εισάγονται με τα <i>οὐχ</i> (<i>μὴ</i>) <i>ὅτι</i>, <i>οὐχ</i> (<i>μὴ</i>) [[ὅπως]], τα οποία ισοδυναμούν με το «<i>οὐ μόνον</i>... [[ἀλλά]] (<i>καὶ</i>)» ή με το «οὐ μόνον ού... ἀλλὰ (καὶ)» — στην τελευταία [[περίπτωση]] η αρνητική [[μορφή]] της πρότασης που εισάγεται με τον [[αλλά]] [[είναι]] <i>ἀλλ</i>' [[οὐδέ]]<br />«μὴ ὅτι ἰδιώτην τινά, [[ἀλλά]] τὸν Μέγαν Βασιλέα» (<b>Πλάτ.</b> Απ. 40d)<br /><b>2.</b> στην [[απόδοση]] υποθετικών λόγων σημαίνει «όμως», «[[τουλάχιστον]]», «[[ακόμη]]»<br /><i>εἰ μὴ</i> (<i>ὁρῶ</i>), <i>ἀλλ</i>' [[ἀκούω]] γε</i> (<b>Πλάτ.</b> Γοργ. 470d)<br />ο [[αλλά]] χρησιμοποιείται ελλειπτικά, [[κυρίως]] ύστερα από χρονικά επιρρήματα, όταν λείπει η [[υπόθεση]]<br />«ὦ θεοὶ πατρῶοι, συγγένεσθέ γ' [[ἀλλά]] νῦν» (εἰ μὴ πρότερον, [[ἀλλά]] νῦν γε) (<b>Σοφ.</b> Ηλ. 411)<br /><b>3.</b> ύστερα από αρνητικές προτάσεις που περιέχουν συγκριτικό, ο [[αλλά]] ισοδυναμεί με τον «<i>ἤ</i> (= [[παρά]])·» «τάφον, οὐκ εν ᾧ κεῖνται [[μᾶλλον]], ἀλλ' ἐν ᾧ ἡ [[δόξα]]» (<b>Θουκ.</b> 2, 43). Β. Η [[αντίθεση]] αναφέρεται σε ολόκληρη [[πρόταση]], κώλο ή περίοδο που προηγείται<br />η [[σημασία]] [[είναι]] «[[ωστόσο]]», «[[πάντως]]»<br /><b>1.</b> ο [[αλλά]] δηλώνει [[μετάβαση]] του λόγου από μία [[έννοια]] σε [[άλλη]], εκφράζοντας [[συνήθως]] [[αντίρρηση]], [[αντιλογία]], [[έκπληξη]], και [[συχνά]] συνοδεύεται από αρνητικά μόρια<br />«αυτά που είπες [[είναι]] καλά, [[αλλά]] δύσκολα να πραγματοποιηθούν»<br />«ἐκκάλεσον αὐτόν, ἀλλ' ἀδύνατον» (<b>Αριστοφ.</b> Αχ. 402)<br /><b>2.</b> ειδικότερα, όταν βρίσκεται στην [[αρχή]] του λόγου εκφράζει καθολική [[αντίρρηση]] και σημαίνει «[[πάντως]]», «όμως» - «[[αλλά]] είσαι όμως... !»<br />«ἀλλ' ἐμοὶ δοκεῖ» (Ξενοφ. Συμπ. Ι, 1)<br /><b>3.</b> [[κυρίως]] με προστακτική ή προτρεπτική [[υποτακτική]] για να εκφράσει [[προτροπή]], [[παρόρμηση]], [[παραίνεση]] κ.λπ.<br />«[[αλλά]] [[εμπρός]], ντύσου!» «ἀλλ' ἄγε, ἴθι» (Α 210)<br />(στα νεοελλ. συνήθ. [[μπροστά]] από τα προτρεπτικά, [[εμπρός]], [[άντε]])<br /><b>4.</b> ο [[αλλά]] χρησιμοποιείται στην [[αρχή]] του λόγου για να διακόψει απότομα μία [[συζήτηση]]<br />«[[αλλά]] [[γιατί]] να τά συζητούμε [[τώρα]] αυτά;»<br />«ἀλλὰ [[ταῦτα]] μὲν τί δεῖ λέγειν;» (<b>Σοφ.</b> Φιλοκτ. 11)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «δεν έχει [[αλλά]]!» δεν επιτρέπεται, δεν χωρά [[αντίρρηση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> σε μια [[σειρά]] αλληλοδιαδόχων ερωτήσεων ή αντιρρήσεων η [[κάθε]] μία από αυτές εισάγεται με τον [[αλλά]] που σημαίνει «[[μήπως]]», «[[πλήν]]», «πότερον ᾔτουν σέ τι... ; ἀλλ' ἀπῄτουν; [[ἀλλά]] [[περί]] παιδικῶν μαχόμενος; [[ἀλλά]] μεθύων ἐπαρῴνησα;» (Ξενοφ. Ανάβ. 5, 8, 4)<br /><b>2.</b> σε ελλειπτικές περιφράσεις όπως <i>οὐ μὴν [[ἀλλά]], <i>οὐ [[μέντοι]] [[ἀλλά]], <i>οὐ γὰρ ἀλλὰ</i> σημαίνει «[[αλλά]] όμως»<br />«ὁ [[ἵππος]] πίπτει καὶ μικροῦ αὐτὸν ἐξετραχήλισεν οὐ μὴν ἀλλ' ἐπέμεινεν ὁ [[Κῦρος]]» (Ξενοφ. Κύρ. Παιδ. 1.4, 8). Γ. <b>αρχ.</b> με διάφορα μόρια από τα οποία το καθένα διατηρεί τη [[σημασία]] του<br /><b>1.</b> για γρήγορη [[μετάβαση]] <i>ἀλλ</i>' <i>ἄρα</i>.<br />«ἀλλ' ἄρα μιν κατέκηε» (Ζ 418)<br />και για [[ερώτηση]] «ἀλλ' ἄρα... ;» (<b>Πλάτ.</b> Πολιτ. 381b)<br /><b>2.</b> για [[συγκατάβαση]] <i>ἀλλ</i>' <i>οὖν</i> (=αλλ’ όμως, [[οπωσδήποτε]], [[τότε]] [[λοιπόν]]): «τοὺς πρώτους χρόνους, ἀλλ' οὖν προσεποιοῦνθ' ὑμῖν [[εἶναι]] φίλοι» (Αισχίν. 3, 86)<br /><b>3.</b> ([[συχνά]] με άλλες λέξεις που παρεμβάλλονται) [[ἀλλά]] γὰρ</i> (στ’ [[αλήθεια]], [[πράγματι]])<br />«Ἀλλὰ γὰρ Κρέοντα [[λεύσσω]]..., παύσω γόους» (<b>Ευρ.</b> Φοίνισ. 308)<br /><b>4.</b> <i>ἀλλ</i>' <i>εἰ</i> (= τί θα γίνει όμως, εάν... ;)<br /><b>5.</b> (σε ερωτήσεις που εκφράζουν [[έκπληξη]] ή [[αντίρρηση]]) ἀλλ' <i>ἦ</i><br />«ἀλλ' ἦ, τὸ λεγόμενον, [[κατόπιν]] <i>ἑορτῆς ἥκομεν</i>;» (<b>Πλάτ.</b> Γοργ. 447a)<br /><b>6.</b> γενικά, ο [[ἀλλά]] ακολουθείται από διάφορα μόρια που ενισχύουν τη [[σημασία]] που αποκτά σε [[κάθε]] [[φράση]] ή [[χρήση]] [[μέσα]] στον λόγο, π. χ. <i>ἀλλ</i>' [[ἤτοι]], [[ἀλλά]] τοι</i>, [[ἀλλά]] [[μέντοι]], [[ἀλλά]] μήν</i>, [[ἀλλά]] γε</i>, [[αλλά]] δή</i><br />«ἀλλ' [[ἤτοι]] μέν [[ταῦτα]] θεῶν ἐν γούνασι κεῖται» (ρ 514).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Σύνδεσμος με [[σημασία]] αντιθετική, επιτατική ή περιοριστική, που συνδέεται ετυμολογικά με τη λ. [[ἄλλος]]. Ειδικότερα ο συνδ. [[ἀλλά]] προήλθε από τον πληθ. του ουδετέρου <i>ἄλλα</i> (αρχική [[σημασία]]: «[[κατά]] τα λοιπά, [[κατά]] τ' άλλα»). Για τη σημασιολογική [[επέκταση]] πρβλ. και αγγλ. <i>however</i>, λατ. <i>c</i><i>ē</i><i>terum</i> «[[κατά]] τ' άλλα, [[πάντως]], [[ειδεμή]], [[εκτός]] τούτου, [[αλλά]]». Ο [[σύνδεσμος]] [[ἀλλά]] αντικατέστησε [[νωρίς]] τους αρχαιότερους αντιθετικούς συνδέσμους [[αὐτάρ]], [[ἀτάρ]] στην [[αρχή]] της προτάσεως. Σημασιολογικά δηλώνεται εντονότερη [[αντίθεση]] με το [[ἀλλά]] από ό,τι με το <i>δέ</i>].<br /><b>(II)</b><br /><b>επίρρ.</b><br /><b>βλ.</b> <i>αλά</i>.
}}
}}