αμαρτοεπής: Difference between revisions
From LSJ
Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei
(3) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἁμαρτοεπής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που σφάλλει στους λόγους, που μιλάει παράδοξα ή ματαιόδοξα<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[οἶνος]] [[ἁμαρτοεπής]]», αυτός που κάνει τους ανθρώπους να φλυαρούν, να μην προσέχουν τα [[λόγια]] τους.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=[[ἁμαρτοεπής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που σφάλλει στους λόγους, που μιλάει παράδοξα ή ματαιόδοξα<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[οἶνος]] [[ἁμαρτοεπής]]», αυτός που κάνει τους ανθρώπους να φλυαρούν, να μην προσέχουν τα [[λόγια]] τους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἁμαρτο</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[ἁμαρτάνω]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>επὴς</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἔπος]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 23:25, 29 December 2020
Greek Monolingual
ἁμαρτοεπής, -ές (Α)
1. αυτός που σφάλλει στους λόγους, που μιλάει παράδοξα ή ματαιόδοξα
2. φρ. «οἶνος ἁμαρτοεπής», αυτός που κάνει τους ανθρώπους να φλυαρούν, να μην προσέχουν τα λόγια τους.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἁμαρτο- (< ἁμαρτάνω) + -επὴς < ἔπος.