αμευσιεπής: Difference between revisions

From LSJ

Αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι → You will be contented with your lot if you learn what the honourable and good is

Plutarch, De virtute et vitio
(3)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀμευσιεπής]], -ές, (Α)<br />αυτός που ξεπερνά τα [[λόγια]], [[ευρετικός]], [[επινοητικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμευσι</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[ἀμεύομαι]] <span style="color: red;">+</span> -<i>επὴς</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἔπος]].
|mltxt=[[ἀμευσιεπής]], -ές, (Α)<br />αυτός που ξεπερνά τα [[λόγια]], [[ευρετικός]], [[επινοητικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμευσι</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[ἀμεύομαι]] <span style="color: red;">+</span> -<i>επὴς</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἔπος]].
}}
}}

Latest revision as of 23:25, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἀμευσιεπής, -ές, (Α)
αυτός που ξεπερνά τα λόγια, ευρετικός, επινοητικός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμευσι- (< ἀμεύομαι + -επὴς < ἔπος.