αμετάτρεπτος: Difference between revisions

From LSJ

κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me

Source
(3)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀμετάτρεπτος]], -ον)<br />αυτός που δεν μετατράπηκε ή δεν [[είναι]] δυνατό να μετατραπεί, [[σταθερός]], [[αμετάβλητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μετατρέπω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀμετατρεψία]]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀμετάτρεπτος]], -ον)<br />αυτός που δεν μετατράπηκε ή δεν [[είναι]] δυνατό να μετατραπεί, [[σταθερός]], [[αμετάβλητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μετατρέπω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀμετατρεψία]]].
}}
}}

Latest revision as of 23:29, 29 December 2020

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀμετάτρεπτος, -ον)
αυτός που δεν μετατράπηκε ή δεν είναι δυνατό να μετατραπεί, σταθερός, αμετάβλητος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < μετατρέπω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμετατρεψία].