Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λίγδα: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν τὸ νικᾶν ἀλλ' ὑπερνικᾶν κακόν → Vincere bonum est: ultra fas vincere lubricum → Schön ist zu siegen, übermäßig siegen schlecht

Menander, Monostichoi, 299
m (Text replacement - "''111''" to "''III''")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ligda
|Transliteration C=ligda
|Beta Code=li/gda
|Beta Code=li/gda
|Definition=<span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> v. [[λίγδος]] ''III''. λιγδαρεοχύται· <b class="b3">οἱ ἐν ταῖς λίγδαις τὰς &lt;ς&gt;άρκας χέοντες, τουτέστι χοάναις</b>, Hsch. λιγδεύει· [[ἀπηθεῖ]], Id.</span>
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> v. [[λίγδος]] ''III''. λιγδαρεοχύται· <b class="b3">οἱ ἐν ταῖς λίγδαις τὰς &lt;ς&gt;άρκας χέοντες, τουτέστι χοάναις</b>, Hsch. λιγδεύει· [[ἀπηθεῖ]], Id.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 13:34, 30 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λίγδα Medium diacritics: λίγδα Low diacritics: λίγδα Capitals: ΛΙΓΔΑ
Transliteration A: lígda Transliteration B: ligda Transliteration C: ligda Beta Code: li/gda

English (LSJ)

A v. λίγδος III. λιγδαρεοχύται· οἱ ἐν ταῖς λίγδαις τὰς <ς>άρκας χέοντες, τουτέστι χοάναις, Hsch. λιγδεύει· ἀπηθεῖ, Id.

German (Pape)

[Seite 43] ἡ, = λίγδος, vgl. ἴγδη, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

λίγδα: «ἡ ἀκόνη. καὶ ἡ ἀκονία» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

(I)
η (Μ λιγδα)
το λίπος, ιδίως το χοιρινό, η γλίνα
νεοελλ.
1. λεκές από λίπος ή λάδι
2. μτφ. άνθρωπος του οποίου η συναναστροφή ρυπαίνει ηθικά τους άλλους
3. κοινή ονομασία του ψαριού σαργός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίγδα (II). Κατ' άλλη άποψη, < γλίδα, με αντιμετάθεση < γλίνη «πηλός»].
(II)
λίγδα, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἡ ἀκόνη, καὶ ἡ κονία».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. λίγδην.