Anonymous

κοχλίας: Difference between revisions

From LSJ
m
LSJ2 replacement
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
m (LSJ2 replacement)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=κοχλίας
|Medium diacritics=κοχλίας
|Low diacritics=κοχλίας
|Capitals=ΚΟΧΛΙΑΣ
|Transliteration A=kochlías
|Transliteration B=kochlias
|Transliteration C=kochlias
|Beta Code=koxli/as
|Definition=ου, ὁ, (< [[κόχλος]]) [[snail with a spiral shell]], ''Batr.'' 165, Achae. 42, Phily ''Il.'' 21, etc.; [[ἀπιστότερος]] εἶ τῶν [[κοχλιῶν]], for they shrink into their shells on the least alarm, Anaxil. 34, cf. Arist. ''HA'' 523b11, 527b35; [[ὥσπερ]] κ. [[σεμνῶς]] ἐπηρκὼς τὰς [[ὀφρῦς]] Amphis 13.3; [[βολβός]], [[κτείς]] (codd. τις), [[κοχλίας]] Theoc. 14.17; [[κοχλιῶν]] [[ἀγγεῖα]] PSI 6.553.11 (iii BC).<br><b class="num"></b>[[anything twisted spirally]], [[automaton in form of snail]], Democh. 4 J.<br><b class="num"></b>[[reel]], [[spool]], [[roller]], Bito 47.4, ''Gp.'' 8.29.<br><b class="num"></b>[[screw]], Bito 58.10; esp. for raising water, [[screw of Archimedes]], Moschio ap. Ath. 5.208f, Str. 17.1.30, 52, DS. 1.34, 5.37, PLond. 3.1177.73 (ii AD).<br><b class="num"></b>[[spiral stair]], διὰ [[κοχλίου]] τὴν [[ἀνάβασιν]] [[ἔχει]] Str. 17.1.10, Procop. ''Pers.'' 1.24. part of surgical machine, Orib. 49.20.6.
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κοχλίας''': -ου, ὁ, ([[κόχλος]]) «σάλιαγκος», «σαλιαγκάρι» [[μετὰ]] ἑλικοειδοῦς ὀστράκου, Λατ. cochlea, Ἀχαι. παρ’ Ἀθην. 63Β, Φιλύλλ. ἐν Ἀδήλ. 2, κτλ.· ἀπιστότερος εἶ τῶν κοχλιῶν, [[διότι]] οὗτοι συστέλλονται, ζαρώνουν ἐντὸς τοῦ ὀστράκου των ἐπὶ τῇ ἐλαχίστῃ ἁφῇ, Ἀναξίλ. ἐν Ἀδήλ. 2, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 1, 29., 4. 4, 2· [[ὥσπερ]] κ. σεμνῶς ἐπηρκὼς τὰς ὀφρῦς Ἄμφις ἐν «Δεξιδημίδῃ» 1· ἐτρώγοντο δὲ κατὰ τὰς εὐωχίας, Θεόκρ. 14. 17 ([[ἔνθα]] ὁ [[ἐπίσκοπος]] Wordsworth διορθοῖ: [[βολβός]], [[κτείς]], [[κοχλίας]]). ΙΙ. πᾶν [[πρᾶγμα]] συνεστραμμένον ἑλικοειδῶς, ὡς τὸ [[ἕλιξ]]: 1) «βίδα», Γεωπ. 8. 29. 2) ἑλικοειδὴς μηχανὴ πρὸς ἀνύψωσιν ὕδατος, ὁ [[κοχλίας]] τοῦ Ἀρχιμήδους, Στράβ. 807, 819, Διόδ. 1. 34, Ἀθήν. 208F. 3) [[ἀναβάθρα]] [[ἑλικοειδής]], διὰ κοχλίου τὴν ἀνάβασιν ἔχει Στράβ. 795.
|lstext='''κοχλίας''': -ου, ὁ, ([[κόχλος]]) «σάλιαγκος», «σαλιαγκάρι» [[μετὰ]] ἑλικοειδοῦς ὀστράκου, Λατ. cochlea, Ἀχαι. παρ’ Ἀθην. 63Β, Φιλύλλ. ἐν Ἀδήλ. 2, κτλ.· ἀπιστότερος εἶ τῶν κοχλιῶν, [[διότι]] οὗτοι συστέλλονται, ζαρώνουν ἐντὸς τοῦ ὀστράκου των ἐπὶ τῇ ἐλαχίστῃ ἁφῇ, Ἀναξίλ. ἐν Ἀδήλ. 2, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 1, 29., 4. 4, 2· [[ὥσπερ]] κ. σεμνῶς ἐπηρκὼς τὰς ὀφρῦς Ἄμφις ἐν «Δεξιδημίδῃ» 1· ἐτρώγοντο δὲ κατὰ τὰς εὐωχίας, Θεόκρ. 14. 17 ([[ἔνθα]] ὁ [[ἐπίσκοπος]] Wordsworth διορθοῖ: [[βολβός]], [[κτείς]], [[κοχλίας]]). ΙΙ. πᾶν [[πρᾶγμα]] συνεστραμμένον ἑλικοειδῶς, ὡς τὸ [[ἕλιξ]]: 1) «βίδα», Γεωπ. 8. 29. 2) ἑλικοειδὴς μηχανὴ πρὸς ἀνύψωσιν ὕδατος, ὁ [[κοχλίας]] τοῦ Ἀρχιμήδους, Στράβ. 807, 819, Διόδ. 1. 34, Ἀθήν. 208F. 3) [[ἀναβάθρα]] [[ἑλικοειδής]], διὰ κοχλίου τὴν ἀνάβασιν ἔχει Στράβ. 795.
Line 15: Line 26:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κοχλίας -ου, ὁ [κόχλος] huisjesslak.
|elnltext=κοχλίας -ου, ὁ [κόχλος] huisjesslak.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κοχλίας]], ου, [[κόχλος]]<br />a [[snail]] with a [[spiral]] [[shell]], Lat. [[cochlea]], Theocr.
|mdlsjtxt=[[κοχλίας]], ου, [[κόχλος]]<br />a [[snail]] with a [[spiral]] [[shell]], Lat. [[cochlea]], Theocr.
}}
}}