3,277,172
edits
(36) |
m (LSJ2 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=σαββατικός | |||
|Medium diacritics=σαββατικός | |||
|Low diacritics=σαββατικός | |||
|Capitals=ΣΑΒΒΑΤΙΚΟΣ | |||
|Transliteration A=sabbatikós | |||
|Transliteration B=sabbatikos | |||
|Transliteration C=savvatikos | |||
|Beta Code=sabbatiko/s | |||
|Definition=ή, όν, Sabbatical, J. ''AJ'' 14.10.6, ''BJ'' 7.5.1; σ. [[ἡμέρα]] Vett.Val. 26.12; Σ. [[πόθος]] love [[for a Jew]], ''AP'' 5.159 (Mel.). | |||
}} | |||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0856.png Seite 856]] zum Sabbath gehörig; dah. [[πόθος]], Mel. 83 (V, 160), Liebe zu einem Juden. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0856.png Seite 856]] zum Sabbath gehörig; dah. [[πόθος]], Mel. 83 (V, 160), Liebe zu einem Juden. | ||
Line 4: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[σαββατικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[Σάββατον]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[Σάββατο]], [[σαββατιάτικος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> (στους Εβραίους) α) «σαββατικό(ν) [[έτος]]» — [[κάθε]] έβδομο [[έτος]] [[κατά]] το οποίο η γη έμενε ακαλλιέργητη λόγω αγραναπαύσεως<br />β) «[[σαββατικός]] μην» — ο [[έβδομος]] [[μήνας]] του οποίου η πρώτη [[μέρα]] ήταν [[Σάββατο]] και [[αργία]]<br />γ) «σαββατική [[οδός]]» — η [[οδός]] που επιτρεπόταν να βαδίσουν [[κατά]] την [[ημέρα]] του Σαββάτου και η οποία δεν υπερέβαινε τους 2.000 πήχεις από την [[πόλη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «σαββατικὸς [[πόθος]]» — [[αγάπη]] για Ιουδαίο ή για Ιουδαία. | |mltxt=-ή, -ό / [[σαββατικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[Σάββατον]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[Σάββατο]], [[σαββατιάτικος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> (στους Εβραίους) α) «σαββατικό(ν) [[έτος]]» — [[κάθε]] έβδομο [[έτος]] [[κατά]] το οποίο η γη έμενε ακαλλιέργητη λόγω αγραναπαύσεως<br />β) «[[σαββατικός]] μην» — ο [[έβδομος]] [[μήνας]] του οποίου η πρώτη [[μέρα]] ήταν [[Σάββατο]] και [[αργία]]<br />γ) «σαββατική [[οδός]]» — η [[οδός]] που επιτρεπόταν να βαδίσουν [[κατά]] την [[ημέρα]] του Σαββάτου και η οποία δεν υπερέβαινε τους 2.000 πήχεις από την [[πόλη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «σαββατικὸς [[πόθος]]» — [[αγάπη]] για Ιουδαίο ή για Ιουδαία. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σαββᾰτικός:''' досл. субботний, перен. иудейский Anth. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=σαββατικός -ή -όν [σάββατον] van de sabbat, op de sabbat betrekking hebbend; overdr.. σ. πόθος een sabbatsverlangen (d.w.z. verliefdheid op een Jood) AP 5.160.3. | |||
}} | }} |