σαββατικός: Difference between revisions

m
LSJ2 replacement
(36)
m (LSJ2 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=σαββατικός
|Medium diacritics=σαββατικός
|Low diacritics=σαββατικός
|Capitals=ΣΑΒΒΑΤΙΚΟΣ
|Transliteration A=sabbatikós
|Transliteration B=sabbatikos
|Transliteration C=savvatikos
|Beta Code=sabbatiko/s
|Definition=ή, όν, Sabbatical, J. ''AJ'' 14.10.6, ''BJ'' 7.5.1; σ. [[ἡμέρα]] Vett.Val. 26.12; Σ. [[πόθος]] love [[for a Jew]], ''AP'' 5.159 (Mel.).
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0856.png Seite 856]] zum Sabbath gehörig; dah. [[πόθος]], Mel. 83 (V, 160), Liebe zu einem Juden.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0856.png Seite 856]] zum Sabbath gehörig; dah. [[πόθος]], Mel. 83 (V, 160), Liebe zu einem Juden.
Line 4: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[σαββατικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[Σάββατον]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[Σάββατο]], [[σαββατιάτικος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> (στους Εβραίους) α) «σαββατικό(ν) [[έτος]]» — [[κάθε]] έβδομο [[έτος]] [[κατά]] το οποίο η γη έμενε ακαλλιέργητη λόγω αγραναπαύσεως<br />β) «[[σαββατικός]] μην» — ο [[έβδομος]] [[μήνας]] του οποίου η πρώτη [[μέρα]] ήταν [[Σάββατο]] και [[αργία]]<br />γ) «σαββατική [[οδός]]» — η [[οδός]] που επιτρεπόταν να βαδίσουν [[κατά]] την [[ημέρα]] του Σαββάτου και η οποία δεν υπερέβαινε τους 2.000 πήχεις από την [[πόλη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «σαββατικὸς [[πόθος]]» — [[αγάπη]] για Ιουδαίο ή για Ιουδαία.
|mltxt=-ή, -ό / [[σαββατικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[Σάββατον]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[Σάββατο]], [[σαββατιάτικος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> (στους Εβραίους) α) «σαββατικό(ν) [[έτος]]» — [[κάθε]] έβδομο [[έτος]] [[κατά]] το οποίο η γη έμενε ακαλλιέργητη λόγω αγραναπαύσεως<br />β) «[[σαββατικός]] μην» — ο [[έβδομος]] [[μήνας]] του οποίου η πρώτη [[μέρα]] ήταν [[Σάββατο]] και [[αργία]]<br />γ) «σαββατική [[οδός]]» — η [[οδός]] που επιτρεπόταν να βαδίσουν [[κατά]] την [[ημέρα]] του Σαββάτου και η οποία δεν υπερέβαινε τους 2.000 πήχεις από την [[πόλη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «σαββατικὸς [[πόθος]]» — [[αγάπη]] για Ιουδαίο ή για Ιουδαία.
}}
{{elru
|elrutext='''σαββᾰτικός:''' досл. субботний, перен. иудейский Anth.
}}
{{elnl
|elnltext=σαββατικός -ή -όν [σάββατον] van de sabbat, op de sabbat betrekking hebbend; overdr.. σ. πόθος een sabbatsverlangen (d.w.z. verliefdheid op een Jood) AP 5.160.3.
}}
}}