κοιταῖος: Difference between revisions

m
Text replacement - "αῑα" to "αῖα"
m (Text replacement - "αῑο" to "αῖο")
m (Text replacement - "αῑα" to "αῖα")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=κοιταῖος, -αία, -ον (AM) [[κοίτη]]<br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κοιταῖον</i><br />(για θηρία) [[κοίτη]], [[φωλιά]] άγριων ζώων, [[κρύπτη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ξαπλωμένος στο [[κρεβάτι]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «κοιταῖος [[γίγνομαι]]»<br />i) [[διανυκτερεύω]], [[περνώ]] τη [[νύχτα]], [[ξενυχτώ]] φ68 («μηδένα Ἀθηναίων μηδεμιᾷ παρευρέσει ἐν τῇ [[χώρα]] κοιταῖον [[γίγνεσθαι]]», <b>Δημοσθ.</b>)<br />ii) [[φθάνω]] [[κατά]] την ώρα του ύπνου ή, [[κατά]] δ. ερμ., [[κατασκηνώνω]], [[στρατοπεδεύω]]<br />β) «τὰ κοιταῑα [[ἐπισπένδω]]» — [[πίνω]] το τελευταίο [[ποτήρι]] [[πριν]] κοιμηθώ.
|mltxt=κοιταῖος, -αία, -ον (AM) [[κοίτη]]<br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κοιταῖον</i><br />(για θηρία) [[κοίτη]], [[φωλιά]] άγριων ζώων, [[κρύπτη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ξαπλωμένος στο [[κρεβάτι]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «κοιταῖος [[γίγνομαι]]»<br />i) [[διανυκτερεύω]], [[περνώ]] τη [[νύχτα]], [[ξενυχτώ]] φ68 («μηδένα Ἀθηναίων μηδεμιᾷ παρευρέσει ἐν τῇ [[χώρα]] κοιταῖον [[γίγνεσθαι]]», <b>Δημοσθ.</b>)<br />ii) [[φθάνω]] [[κατά]] την ώρα του ύπνου ή, [[κατά]] δ. ερμ., [[κατασκηνώνω]], [[στρατοπεδεύω]]<br />β) «τὰ κοιταῖα [[ἐπισπένδω]]» — [[πίνω]] το τελευταίο [[ποτήρι]] [[πριν]] κοιμηθώ.
}}
}}
{{lsm
{{lsm