3,274,522
edits
m (Text replacement - "q.v." to "q.v.") |
m (Text replacement - "αῑα" to "αῖα") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[χεύω]] και επικ. τ. [[χείω]] ΜΑ<br />(σχετικά με ρευστό) [[χύνω]], [[αφήνω]] να ρεύσει, να τρέξει [[προς]] τα [[κάτω]]<br />(μσν.- αρχ.) (το μέσ.) <i>χέομαι</i><br />α) (για [[ένδυμα]]) [[πέφτω]] σχηματίζοντας πτυχές<br />β) (για τον λόγο του Θεού) εξαπλώνομαι, διαδίδομαι («τοῡ σωτηρίου λόγου χυθέντος», <b>Γρηγ. Ναζ.</b>)<br />γ) <b>μτφ.</b> [[είμαι]] [[ασυγκράτητος]] («[[γέλως]] [[κεχυμένος]]», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με [[μέταλλο]]) [[τήκω]], [[λειώνω]] («καὶ χεῑ αὐτοὺς ὡς τὸ [[ἀργύριον]]...», ΠΔ)<br /><b>2.</b> (σχετικά με ορειχάλκινα αγάλματα) [[κατασκευάζω]]<br /><b>3.</b> [[σκορπίζω]], [[διασκορπίζω]] (α. «φύλλα τὰ μὲν [[ἄνεμος]] [[χαμάδις]] χέει», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «ἑλὼν κόνιν αἰθαλόεσσαν χεύατο κἀκ κεφαλῆς», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> [[αφήνω]] να πέσει [[καταγής]], [[ρίχνω]] [[κάτω]] («ἤριπε δ' ἐξ ὀχέων, κατὰ δ' [[ἡνία]] χεῡεν [[ἔραζε]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>5.</b> (σχετικά με [[χώμα]]) [[επισωρεύω]], [[σχηματίζω]] σωρό («θανόντι χυτὴν ἐπὶ | |mltxt=και [[χεύω]] και επικ. τ. [[χείω]] ΜΑ<br />(σχετικά με ρευστό) [[χύνω]], [[αφήνω]] να ρεύσει, να τρέξει [[προς]] τα [[κάτω]]<br />(μσν.- αρχ.) (το μέσ.) <i>χέομαι</i><br />α) (για [[ένδυμα]]) [[πέφτω]] σχηματίζοντας πτυχές<br />β) (για τον λόγο του Θεού) εξαπλώνομαι, διαδίδομαι («τοῡ σωτηρίου λόγου χυθέντος», <b>Γρηγ. Ναζ.</b>)<br />γ) <b>μτφ.</b> [[είμαι]] [[ασυγκράτητος]] («[[γέλως]] [[κεχυμένος]]», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με [[μέταλλο]]) [[τήκω]], [[λειώνω]] («καὶ χεῑ αὐτοὺς ὡς τὸ [[ἀργύριον]]...», ΠΔ)<br /><b>2.</b> (σχετικά με ορειχάλκινα αγάλματα) [[κατασκευάζω]]<br /><b>3.</b> [[σκορπίζω]], [[διασκορπίζω]] (α. «φύλλα τὰ μὲν [[ἄνεμος]] [[χαμάδις]] χέει», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «ἑλὼν κόνιν αἰθαλόεσσαν χεύατο κἀκ κεφαλῆς», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> [[αφήνω]] να πέσει [[καταγής]], [[ρίχνω]] [[κάτω]] («ἤριπε δ' ἐξ ὀχέων, κατὰ δ' [[ἡνία]] χεῡεν [[ἔραζε]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>5.</b> (σχετικά με [[χώμα]]) [[επισωρεύω]], [[σχηματίζω]] σωρό («θανόντι χυτὴν ἐπὶ γαῖαν ἔχευαν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>6.</b> (για δένδρα) [[αφήνω]] τους άφθονους καρπούς να κρέμονται [[προς]] τα [[κάτω]] («δένδρα δ' ὑψιπέτηλα κατὰ [[κρῆθεν]] χέε καρπόν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>7.</b> (σχετικά με βέλη και δόρατα) [[εκτοξεύω]] σαν [[βροχή]], [[ρίχνω]] [[βροχηδόν]] («Τρῶες δ' ἐπὶ δούρατ' ἔχευαν [[ὀξέα]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>8.</b> (σχετικά με [[φωνή]] ή άλλους ήχους) [[εκχέω]], [[αφήνω]] να βγει, [[σκορπίζω]] («ἐπὶ θρῆνον τε πολύφαμον ἔχεαν», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>9.</b> (σχετικά με [[καθετί]] που καλύπτει τα μάτια και εμποδίζει την όραση) [[εκπέμπω]] άφθονα, [[απλώνω]] (α. «κατ' ὀφθαλμῶν χέεν ἀχλύν», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «ἀμφὶ δὲ oἱ [[θάνατος]] χύτο θυμορραϊστής», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>10.</b> (το μέσ. και παθ.) α) ρέω<br />β) (για [[αίμα]]) [[στάζω]]<br />γ) διαλύομαι, ρευστοποιούμαι<br />δ) [[πέφτω]] [[προς]] τα [[κάτω]], [[είμαι]] [[χυτός]] [[προς]] τα [[κάτω]] («[[πλόκαμος]]... [[γένος]] παρ' αὑτὴν κεχυμένην», <b>Ευρ.</b>)<br />ε) συγκεντρώνομαι στο ίδιο [[μέρος]], συσσωρεύομαι<br />στ) [[συρρέω]], [[συνωστίζομαι]] στο ίδιο [[μέρος]]<br />ζ) [[εξορμώ]] [[μαζί]] με άλλους, [[χυμώ]] («[[Μυρμιδόνες]]... ἐκ [[νηῶν]] ἐχέοντο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />η) [[αγκαλιάζω]] («ἀμφ αὐτῷ χυμένη λίγ' ἐκώκυε», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br />θ) [[είμαι]] παραδομένος σε [[κάτι]], ευχαριστιέμαι πολύ με [[κάτι]] («ἐρωτικὸς ὤν καὶ ἐς τὰ ἀφροδίσια [[κεχυμένος]]», <b>Λουκιαν.</b>)<br />ι) (για [[χώρα]]) εκτείνομαι, απλώνομαι<br /><b>11.</b> <b>φρ.</b> α) «χέει [[ὕδωρ]] [ή χέει χιόνα] [[Ζεύς]]» — ρίχνει [[βροχή]] [ή [[χιόνι]]] ο [[Ζευς]] (<b>Ομ. Ιλ.</b> και <b>Ευρ.</b>)<br />β) «κεχυμένα ἄσματα» — άσματα [[χωρίς]] ρυθμό (<b>Αριστείδ.</b> Κ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. <i>χέω</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>χεFω</i>) ανάγεται στην απαθή [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>ghew</i>- «[[χύνω]]» και συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>ju</i>-<i>ho</i>-<i>ti</i> «[[χύνω]] στη [[φωτιά]], [[θυσιάζω]]» (τ. σχηματισμένος με αναδιπλασιασμό), λατ. <i>fundo</i> «[[χύνω]]», γοτθ. <i>giutan</i> «[[χύνω]]», γερμ. <i>gie?en</i> «[[χύνω]]», (τ. που ανάγονται σε [[μορφή]] <i>gheu</i>-<i>d</i>- της ρίζας με [[επέκταση]] -<i>d</i>-), αρχ. ισλανδ. <i>gjosa</i> «[[ραντίζω]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>gheu</i>-<i>s</i>- με [[παρέκταση]] -<i>s</i>-). Από τους τ. της οικογένειας του <i>χέω</i>, εμφανίζουν την απαθή [[βαθμίδα]] <i>ghew</i>- το ουδ. <i>χεῦ</i>-<i>μα</i> (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>ho</i>-<i>man</i>- «[[σπονδή]]» και πιθ. τον φρυγικό τ. <i>ζευμαν</i><br /><i>τὴν πηγήν</i>), ο [[υστερογενής]] ενεστ. [[χεύω]] [[καθώς]] και ο ομηρ. τ. αορ. <i>ἔ</i>-<i>χευ</i>-<i>α</i> (πιθ. από έναν αρχικό αθέματο ενεστ. <i>χεῦμι</i>, ο [[οποίος]] αντικαταστάθηκε από τον τ. <i>χέω</i>). Ο [[μεγάλος]] [[αριθμός]], [[ωστόσο]], τών παρ. του ρ. έχει σχηματιστεί [[είτε]] από την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>ghow</i>- / <i>χο</i>-<i>F</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>χοή</i>, [[χόανος]], τα σύνθ. σε -<i>χοος</i>— τα οποία απαντούν ήδη στη Μυκηναϊκή με τη [[μορφή]] -<i>kowo</i>, <b>πρβλ.</b> <i>sito</i>-<i>kowo—</i> <b>κ.λπ.</b>) [[είτε]] από τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>ghŭ</i>- / <i>χυ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[χυτός]], [[χύσις]], [[χυλός]] κ.ά., [[καθώς]] και ορισμένους τ. του ρ.: παθ. αόρ. <i>ἐ</i>-<i>χύ</i>-<i>θην</i>, μέσ. παρακμ. <i>κέ</i>-<i>χυ</i>-<i>μαι</i>). Στη Νέα Ελληνική, [[τέλος]], χρησιμοποιείται [[κυρίως]] ο τ. [[χύνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[χοάνη]], <i>χοή</i>, [[χύδην]], [[χύμα]], [[χύση]], [[χυτήρ]](<i>ας</i>), [[χύτης]], [[χυτός]], [[χύτρα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[χόανος]], [[χυτικός]], [[χύτλον]], [[χύτρος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[χεῦμα]], [[χόος]]/[[χοῦς]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β συνθετικό) [[αποχέω]] / -[[χύνω]], [[διαχέω]], [[εγχέω]], [[εκχέω]] / -[[χύνω]], [[επιχέω]] / -[[χύνω]], [[περιχέω]] / -[[χύνω]], [[συγχέω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αμφιχέω]], [[αναχέω]], <i>αντεγχέω</i>, [[αποχέω]], [[διασυγχέω]], [[εγκαταχέω]], [[εισχέω]], [[εκπροχέω]], <i>εξαποχέω</i>, <i>επαναχέω</i>, [[επεγχέω]], [[επεισχέω]], [[επεκχέω]], [[επικαταχέω]], [[επιπροχέω]], [[επισυγχέω]], [[καταδιαχέω]], [[καταπροχέω]], [[καταχέω]], [[μεταχέω]], [[μετακαταχέω]], [[μετεγχέω]], [[παρασυγχέω]], [[παραχέω]], [[παρεγχέω]], [[παρεισχέω]], [[παρεκχέω]], [[παρεπιχέω]], [[περικαταχέω]], [[περιχέω]], [[προεκχέω]], [[προεπιχέω]], [[προκαταχέω]], [[προσεγχέω]], [[προσεπιχέω]], [[προσκαταχέω]], [[προσυγχέω]], [[προσχέω]], [[προϋποχέω]], [[προχέω]], [[συμπροχέω]], [[συναναχέω]], [[συναποχέω]], [[συνδιαχέω]], [[συνεκχέω]], [[υπεγχέω]], [[υπεκχέω]], [[υπερεκχέω]], <i>υποκαταχέω</i>, [[υποπροχέω]], [[υποσυγχέω]], [[υποχέω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ξεχύνω]], [[παραχύνω]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |