μετεωρίζω: Difference between revisions

m
Text replacement - "πνεῡμα" to "πνεῦμα"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "πνεῡμα" to "πνεῦμα")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και μετωρίζω (ΑΜ [[μετεωρίζω]], Μ και μετωρίζω) [[μετέωρος]]<br /><b>1.</b> [[σηκώνω]] [[κάτι]] και το [[κρατώ]] [[ψηλά]] ώστε να μείνει [[μετέωρο]] (α. «τά σκέλη ὑγρὰ μετεωρίζει», <b>Ξεν.</b><br />β. «ἐγὼ μὲν ἐκ μέσου διαλαβὼν τὸ [[δόρυ]] καὶ μετεωρίσας [[ὑπὲρ]] κεφαλῆς», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>(μεσοπαθ.)</b> <i>μετεωρίζομαι</i><br />α) ανυψώνομαι και [[αιωρούμαι]] (α. «καὶ τὰ [[πρόσω]] αὖ ἀφορῶντες ἐδόκουν καταμανθάνειν μετεωριζόμενον καπνὸν ἤ κονιορτόν», <b>Ξεν.</b><br />β. «σχοινίοις μετεωρίζεσθαι», πάπ.)<br />β) (για πλοία) [[εξέρχομαι]] στο ανοιχτό [[πέλαγος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b><br /><b>1.</b> [[υψώνω]] [[επιστήλιο]] στη [[θέση]] του<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> (για τη [[φαντασία]]) μεταφέρομαι σε άλλους κόσμους<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>μετ</i>(<i>ε</i>)<i>ωρίζομαι</i><br />λέω ή [[κάνω]] αστεία, [[αστεΐζομαι]], [[χωρατεύω]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[διασκεδάζω]], [[ψυχαγωγώ]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> [[συζητώ]] για ανούσια ή ανόητα πράγματα, [[κενολογώ]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> α) [[υπερηφανεύομαι]], επαίρομαι<br />β) [[είμαι]] [[αμελής]], [[αδιαφορώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με πλοία) [[οδηγώ]] στο ανοιχτό [[πέλαγος]] ή [[πλέω]] στα ανοιχτά (α. «μετεωρίζειν ναῡς εἰς τὸ [[πέλαγος]]», Φιλόστρ.<br />β. «ναῡς μετεωρίζουσα εἰς τὸ [[πέλαγος]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[γίνομαι]] [[ψηλός]], [[αποκτώ]] ύψος<br /><b>3.</b> [[εξυψώνω]], [[επαινώ]] («τοὺς Ἀθηναίους δι' ἐπιστολών μετεωρίζων», [[Ποσειδών]].)<br /><b>4.</b> [[προξενώ]] [[ταραχή]] στην [[ψυχή]] κάποιου<br /><b>5.</b> <b>μέσ.</b> α) [[σηκώνω]] [[κάτι]] [[ψηλά]] («[[πρότερος]] σὺ τοὺς δελφίνας μετεωρίζου καὶ τὴν ἄκατον παραβάλλου», <b>Αριστοφ.</b>)<br />β) (για άνεμο) υψώνομαι, σηκώνομαι<br />γ) (για [[νερό]] που εξατμίζεται) [[ανέρχομαι]] [[ψηλά]] και [[γίνομαι]] [[ατμός]]<br />δ) εγείρομαι από [[κάθισμα]], [[κρεβάτι]] κ.λπ.<br />ε) (για τα [[αέρια]] του στομάχου) αναδίδομαι<br />στ) κατέχομαι από φροντίδες, [[μεριμνώ]], [[ανησυχώ]] («καὶ ὑμεῑς μὴ ζητεῑτε τί φάγητε καὶ τί πίητε, καὶ μὴ μετεωρίζεσθε», ΚΔ)<br /><b>6.</b> (η μτχ. μέσ. ενεστ. ως επίθ.) <i>μετεωριζόμενος</i>, -<i>ένη</i>, -<i>ον</i><br />αυτός που πάσχει από [[αέρια]] τα οποία αναπτύσσονται στο [[στομάχι]]<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «[[μετεωρίζω]] τὸ πνεῡμα» — [[κόβω]] την [[ανάσα]] κάποιου.
|mltxt=και μετωρίζω (ΑΜ [[μετεωρίζω]], Μ και μετωρίζω) [[μετέωρος]]<br /><b>1.</b> [[σηκώνω]] [[κάτι]] και το [[κρατώ]] [[ψηλά]] ώστε να μείνει [[μετέωρο]] (α. «τά σκέλη ὑγρὰ μετεωρίζει», <b>Ξεν.</b><br />β. «ἐγὼ μὲν ἐκ μέσου διαλαβὼν τὸ [[δόρυ]] καὶ μετεωρίσας [[ὑπὲρ]] κεφαλῆς», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>(μεσοπαθ.)</b> <i>μετεωρίζομαι</i><br />α) ανυψώνομαι και [[αιωρούμαι]] (α. «καὶ τὰ [[πρόσω]] αὖ ἀφορῶντες ἐδόκουν καταμανθάνειν μετεωριζόμενον καπνὸν ἤ κονιορτόν», <b>Ξεν.</b><br />β. «σχοινίοις μετεωρίζεσθαι», πάπ.)<br />β) (για πλοία) [[εξέρχομαι]] στο ανοιχτό [[πέλαγος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b><br /><b>1.</b> [[υψώνω]] [[επιστήλιο]] στη [[θέση]] του<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> (για τη [[φαντασία]]) μεταφέρομαι σε άλλους κόσμους<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>μετ</i>(<i>ε</i>)<i>ωρίζομαι</i><br />λέω ή [[κάνω]] αστεία, [[αστεΐζομαι]], [[χωρατεύω]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[διασκεδάζω]], [[ψυχαγωγώ]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> [[συζητώ]] για ανούσια ή ανόητα πράγματα, [[κενολογώ]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> α) [[υπερηφανεύομαι]], επαίρομαι<br />β) [[είμαι]] [[αμελής]], [[αδιαφορώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με πλοία) [[οδηγώ]] στο ανοιχτό [[πέλαγος]] ή [[πλέω]] στα ανοιχτά (α. «μετεωρίζειν ναῡς εἰς τὸ [[πέλαγος]]», Φιλόστρ.<br />β. «ναῡς μετεωρίζουσα εἰς τὸ [[πέλαγος]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[γίνομαι]] [[ψηλός]], [[αποκτώ]] ύψος<br /><b>3.</b> [[εξυψώνω]], [[επαινώ]] («τοὺς Ἀθηναίους δι' ἐπιστολών μετεωρίζων», [[Ποσειδών]].)<br /><b>4.</b> [[προξενώ]] [[ταραχή]] στην [[ψυχή]] κάποιου<br /><b>5.</b> <b>μέσ.</b> α) [[σηκώνω]] [[κάτι]] [[ψηλά]] («[[πρότερος]] σὺ τοὺς δελφίνας μετεωρίζου καὶ τὴν ἄκατον παραβάλλου», <b>Αριστοφ.</b>)<br />β) (για άνεμο) υψώνομαι, σηκώνομαι<br />γ) (για [[νερό]] που εξατμίζεται) [[ανέρχομαι]] [[ψηλά]] και [[γίνομαι]] [[ατμός]]<br />δ) εγείρομαι από [[κάθισμα]], [[κρεβάτι]] κ.λπ.<br />ε) (για τα [[αέρια]] του στομάχου) αναδίδομαι<br />στ) κατέχομαι από φροντίδες, [[μεριμνώ]], [[ανησυχώ]] («καὶ ὑμεῑς μὴ ζητεῑτε τί φάγητε καὶ τί πίητε, καὶ μὴ μετεωρίζεσθε», ΚΔ)<br /><b>6.</b> (η μτχ. μέσ. ενεστ. ως επίθ.) <i>μετεωριζόμενος</i>, -<i>ένη</i>, -<i>ον</i><br />αυτός που πάσχει από [[αέρια]] τα οποία αναπτύσσονται στο [[στομάχι]]<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «[[μετεωρίζω]] τὸ πνεῦμα» — [[κόβω]] την [[ανάσα]] κάποιου.
}}
}}
{{lsm
{{lsm