περίβλεπτος: Difference between revisions

m
Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς "
m (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[περίβλεπτος]], -ον, ΝΜΑ [[περιβλέπω]]<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] δυνατό να τὸν δει [[κανείς]] από οποιαδήποτε [[θέση]], [[ορατός]] από [[παντού]], [[περίοπτος]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που όλοι τον εκτιμούν και τον θαυμάζουν (α. «κατέκτησε μια περίβλεπτη κοινωνική [[θέση]]» β. «ὅς... [[περίβλεπτος]] ἦν [[παρά]] τοῑς Συρακοσίοις» — ο [[οποίος]] ήταν [[περιφανής]] [[ανάμεσα]] στους Συρακουσίους, <b>Διόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το θηλ. ως κύριο όν.</b>) <i>ἡ Περίβλεπτος</i><br />[[προσωνυμία]] της Θεοτόκου<br /><b>αρχ.</b><br />λεγόταν ως [[τιμητικός]] [[τίτλος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>περιβλέπτως</i> ΝΑ<br />[[κατά]] τρόπο περίβλεπτο, περιφανή, έξοχο, υπέροχο.
|mltxt=-η, -ο / [[περίβλεπτος]], -ον, ΝΜΑ [[περιβλέπω]]<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] δυνατό να τὸν δει [[κανείς]] από οποιαδήποτε [[θέση]], [[ορατός]] από [[παντού]], [[περίοπτος]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που όλοι τον εκτιμούν και τον θαυμάζουν (α. «κατέκτησε μια περίβλεπτη κοινωνική [[θέση]]» β. «ὅς... [[περίβλεπτος]] ἦν [[παρά]] τοῖς Συρακοσίοις» — ο [[οποίος]] ήταν [[περιφανής]] [[ανάμεσα]] στους Συρακουσίους, <b>Διόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το θηλ. ως κύριο όν.</b>) <i>ἡ Περίβλεπτος</i><br />[[προσωνυμία]] της Θεοτόκου<br /><b>αρχ.</b><br />λεγόταν ως [[τιμητικός]] [[τίτλος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>περιβλέπτως</i> ΝΑ<br />[[κατά]] τρόπο περίβλεπτο, περιφανή, έξοχο, υπέροχο.
}}
}}
{{lsm
{{lsm