κυψέλη: Difference between revisions

No change in size ,  25 March 2021
m
Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς "
m (Text replacement - "prov." to "prov.")
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[κυψέλη]], Α και [[κυψάλη]])<br /><b>1.</b> [[φυσική]] ή τεχνητή [[κατοικία]] σμήνους [[μελισσών]], κυ. [[κουβέλι]], [[μελισσοκόφινο]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[νους]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[συνολικός]] [[πληθυσμός]] μιας κυψέλης<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[τόπος]] ή [[εργαστήρι]] όπου εργάζονται εντατικά πολλοί άνθρωποι [[μαζί]]<br /><b>3.</b> <b>ανατ.</b> [[ονομασία]] που δίνεται σε μικρούς χώρους που συμβάλλουν στη [[δομή]] μερικών οστών και πολλών ιστών (α. «ηθμοειδείς κυψέλες» β. «μαστοειδείς κυψέλες»)<br />(μσν. -αρχ.) η [[κηροειδής]] ύλη που βρίσκεται [[μέσα]] στο [[αφτί]], η [[κυψελίδα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθε]] [[κοίλο]] [[αγγείο]], [[θήκη]] ή [[κιβώτιο]] («τὰς λάρνακας οἱ [[τότε]] ἐκάλουν Κορίνθιοι κυψέλας», <b>Παυσ.</b>)<br /><b>2.</b> η [[κοιλότητα]] του αφτιού<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἐξμέδιμνος [[κυψέλη]]» — [[σκεύος]] για [[εναπόθεση]] σίτου χωρητικότητας έξι μεδίμνων)<br /><b>4.</b> <b>παροιμ.</b> «κυψέλην... ἔχεις... ἐν τοῑς ὠσίν» — λεγόταν για ηλιθίους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. εμφανίζει πιθ. τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>ku</i>-<i>bh</i>-, παρεκτεταμένη (με χειλικό -<i>bh</i>-) [[μορφή]] της ΙΕ ρίζας <i>keu</i>- «[[κάμπτω]], κουλουριάζομαι, στρέφομαι». Συνδέεται πιθ. με τα [[κύπη]], [[κύπελλον]], [[κύπτω]] και εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>έλη</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>νεφ</i>-<i>έλη</i>). Η λ. μαρτυρείται στη Μυκηναϊκή στο ανθρωπωνύμιο <i>Kupesero</i>, που αντιστοιχεί πιθ. στο <i>Κύψελος</i>. Η αρχική σημ. της λ. πιθ. [[είναι]] γενικά «[[κοιλότητα]], και [[κυψέλη]]», ενώ η σημ. «[[κοιλότητα]] τών αφτιών» και «[[κηρός]] τών αφτιών» οφείλεται [[προφανώς]] στο [[σχήμα]] της, που μοιάζει με [[κυψέλη]]].
|mltxt=η (AM [[κυψέλη]], Α και [[κυψάλη]])<br /><b>1.</b> [[φυσική]] ή τεχνητή [[κατοικία]] σμήνους [[μελισσών]], κυ. [[κουβέλι]], [[μελισσοκόφινο]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[νους]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[συνολικός]] [[πληθυσμός]] μιας κυψέλης<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[τόπος]] ή [[εργαστήρι]] όπου εργάζονται εντατικά πολλοί άνθρωποι [[μαζί]]<br /><b>3.</b> <b>ανατ.</b> [[ονομασία]] που δίνεται σε μικρούς χώρους που συμβάλλουν στη [[δομή]] μερικών οστών και πολλών ιστών (α. «ηθμοειδείς κυψέλες» β. «μαστοειδείς κυψέλες»)<br />(μσν. -αρχ.) η [[κηροειδής]] ύλη που βρίσκεται [[μέσα]] στο [[αφτί]], η [[κυψελίδα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθε]] [[κοίλο]] [[αγγείο]], [[θήκη]] ή [[κιβώτιο]] («τὰς λάρνακας οἱ [[τότε]] ἐκάλουν Κορίνθιοι κυψέλας», <b>Παυσ.</b>)<br /><b>2.</b> η [[κοιλότητα]] του αφτιού<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἐξμέδιμνος [[κυψέλη]]» — [[σκεύος]] για [[εναπόθεση]] σίτου χωρητικότητας έξι μεδίμνων)<br /><b>4.</b> <b>παροιμ.</b> «κυψέλην... ἔχεις... ἐν τοῖς ὠσίν» — λεγόταν για ηλιθίους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. εμφανίζει πιθ. τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>ku</i>-<i>bh</i>-, παρεκτεταμένη (με χειλικό -<i>bh</i>-) [[μορφή]] της ΙΕ ρίζας <i>keu</i>- «[[κάμπτω]], κουλουριάζομαι, στρέφομαι». Συνδέεται πιθ. με τα [[κύπη]], [[κύπελλον]], [[κύπτω]] και εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>έλη</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>νεφ</i>-<i>έλη</i>). Η λ. μαρτυρείται στη Μυκηναϊκή στο ανθρωπωνύμιο <i>Kupesero</i>, που αντιστοιχεί πιθ. στο <i>Κύψελος</i>. Η αρχική σημ. της λ. πιθ. [[είναι]] γενικά «[[κοιλότητα]], και [[κυψέλη]]», ενώ η σημ. «[[κοιλότητα]] τών αφτιών» και «[[κηρός]] τών αφτιών» οφείλεται [[προφανώς]] στο [[σχήμα]] της, που μοιάζει με [[κυψέλη]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm