συμβόλαιο: Difference between revisions

m
Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ "
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το / [[συμβόλαιον]], ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(νομ.)</b> α) έγγραφη [[συμφωνία]] [[μεταξύ]] δύο ή περισσότερων προσώπων [[πάνω]] σε μια έννομη [[σχέση]]<br />β) [[δημόσιο]] [[έγγραφο]], αποδεικτικό ή και συστατικό ορισμένης δικαιοπραξίας, το οποίο συντάσσεται από συμβολαιογράφο [[κατά]] την [[επιταγή]] τών νόμων ή για μεγαλύτερη [[εξασφάλιση]] τών [[μερών]] («[[συμβόλαιο]] αγοραπωλησίας»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «κοινωνικό [[συμβόλαιο]]» — η συνειδητή [[αποδοχή]], εκ μέρους τών πολιτών, τών θεσμών και κανόνων κοινωνικής συμβίωσης<br />β) «ο [[λόγος]] του [[είναι]] [[συμβόλαιο]]»<br /><b>μτφ.</b> [[είναι]] πλήρως [[αξιόπιστος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σύμβολο]], [[σημείο]], από το οποίο συμπεραίνει [[κανείς]] [[κάτι]] («πιστὸν γὰρ οἱ ἦν τὸ [[συμβόλαιον]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σύμπτωμα]] ενδεικτικό («ὡς οὐκέτ' ὄντος γὰρ τὰ συμβόλαιά σου πρὸς τὰς παρούσας ξυμφορὰς ἐφαίνετο», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[δοσοληψία]] («οὗτοι οὐ τὸ [[παράπαν]] [[συμβόλαιον]] ἐξαρνοῡνται μὴ [[γενέσθαι]]», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>4.</b> έγγραφη [[συμφωνία]] για [[αναγνώριση]] οφειλής ή δανείου («τὰ Ἀθήναζε καὶ τὰ Ἀθήνηθεν συμβόλαια», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>5.</b> τα χρήματα που έχουν δοθεί ως [[δάνειο]] με ομόλογο, που έχουν τοκιστεί («ἀπώλλυτο ἄν τῷ πατρί τὸ [[συμβόλαιον]]», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>6.</b> εμπορική [[συναλλαγή]] («ἅπασι μὲν τοῖς ξένοις ἀσφαλῆ τὴν πόλιν παρέχει καὶ πρὸς τὰ συμβόλαια νόμιμον», Ισοκρ.)<br /><b>7.</b> κοινωνικό ή κοινό πολιτικό [[δικαίωμα]] ή [[υποχρέωση]] (α. «τὰ τοῡ καθ' ἡμέραν βίου συμβόλαια», <b>Δημοσθ.</b><br />θ. «τὰ περὶ τὴν ἀγορὰν συμβόλαια», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>8.</b> (γενικά) [[υποχρέωση]]<br /><b>9.</b> [[επικοινωνία]] («τί γὰρ εὐπρεπὲς ἀνδρὶ νέῳ πρὸς ἐχθροῡ γυναῑκα [[μέχρι]] [[τιμῆς]] τοσαύτης [[συμβόλαιον]];», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> α) «[[δίκη]] συμβολαίων» — [[εκδίκαση]] αγωγής με [[απαίτηση]] για [[επιστροφή]] δανεισθέντων χρημάτων (<b>Δημοσθ.</b>)<br />β) «[[ἀντίδικος]] ἐκ συμβολαίων» — [[αντίδικος]] σε [[δίκη]] για [[επιστροφή]] χρημάτων που είχαν δοθεί ως [[δάνειο]] με [[ενέχυρο]] <b>(Ισαί.)</b><br />γ) «συμβόλαια ἀποστερῶ» — [[αδυνατώ]] να επιστρέψω χρήματα που έχω δανειστεί (Ισοκρ., <b>Δημοσθ.</b>)<br />δ) «πράξεις συμβολαίων» — εισπράξεις δανείων που έχουν συναφθεί [[κατόπιν]] υπογραφής ομολόγων <b>(Ανδοκ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>συμβολ</i>- του [[συμβάλλω]] (<b>πρβλ.</b> [[συμβολή]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αιον</i> (<b>πρβλ.</b> <i>παραβόλ</i>-<i>αιον</i>)].
|mltxt=το / [[συμβόλαιον]], ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(νομ.)</b> α) έγγραφη [[συμφωνία]] [[μεταξύ]] δύο ή περισσότερων προσώπων [[πάνω]] σε μια έννομη [[σχέση]]<br />β) [[δημόσιο]] [[έγγραφο]], αποδεικτικό ή και συστατικό ορισμένης δικαιοπραξίας, το οποίο συντάσσεται από συμβολαιογράφο [[κατά]] την [[επιταγή]] τών νόμων ή για μεγαλύτερη [[εξασφάλιση]] τών [[μερών]] («[[συμβόλαιο]] αγοραπωλησίας»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «κοινωνικό [[συμβόλαιο]]» — η συνειδητή [[αποδοχή]], εκ μέρους τών πολιτών, τών θεσμών και κανόνων κοινωνικής συμβίωσης<br />β) «ο [[λόγος]] του [[είναι]] [[συμβόλαιο]]»<br /><b>μτφ.</b> [[είναι]] πλήρως [[αξιόπιστος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σύμβολο]], [[σημείο]], από το οποίο συμπεραίνει [[κανείς]] [[κάτι]] («πιστὸν γὰρ οἱ ἦν τὸ [[συμβόλαιον]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σύμπτωμα]] ενδεικτικό («ὡς οὐκέτ' ὄντος γὰρ τὰ συμβόλαιά σου πρὸς τὰς παρούσας ξυμφορὰς ἐφαίνετο», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[δοσοληψία]] («οὗτοι οὐ τὸ [[παράπαν]] [[συμβόλαιον]] ἐξαρνοῡνται μὴ [[γενέσθαι]]», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>4.</b> έγγραφη [[συμφωνία]] για [[αναγνώριση]] οφειλής ή δανείου («τὰ Ἀθήναζε καὶ τὰ Ἀθήνηθεν συμβόλαια», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>5.</b> τα χρήματα που έχουν δοθεί ως [[δάνειο]] με ομόλογο, που έχουν τοκιστεί («ἀπώλλυτο ἄν τῷ πατρί τὸ [[συμβόλαιον]]», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>6.</b> εμπορική [[συναλλαγή]] («ἅπασι μὲν τοῖς ξένοις ἀσφαλῆ τὴν πόλιν παρέχει καὶ πρὸς τὰ συμβόλαια νόμιμον», Ισοκρ.)<br /><b>7.</b> κοινωνικό ή κοινό πολιτικό [[δικαίωμα]] ή [[υποχρέωση]] (α. «τὰ τοῦ καθ' ἡμέραν βίου συμβόλαια», <b>Δημοσθ.</b><br />θ. «τὰ περὶ τὴν ἀγορὰν συμβόλαια», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>8.</b> (γενικά) [[υποχρέωση]]<br /><b>9.</b> [[επικοινωνία]] («τί γὰρ εὐπρεπὲς ἀνδρὶ νέῳ πρὸς ἐχθροῡ γυναῑκα [[μέχρι]] [[τιμῆς]] τοσαύτης [[συμβόλαιον]];», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> α) «[[δίκη]] συμβολαίων» — [[εκδίκαση]] αγωγής με [[απαίτηση]] για [[επιστροφή]] δανεισθέντων χρημάτων (<b>Δημοσθ.</b>)<br />β) «[[ἀντίδικος]] ἐκ συμβολαίων» — [[αντίδικος]] σε [[δίκη]] για [[επιστροφή]] χρημάτων που είχαν δοθεί ως [[δάνειο]] με [[ενέχυρο]] <b>(Ισαί.)</b><br />γ) «συμβόλαια ἀποστερῶ» — [[αδυνατώ]] να επιστρέψω χρήματα που έχω δανειστεί (Ισοκρ., <b>Δημοσθ.</b>)<br />δ) «πράξεις συμβολαίων» — εισπράξεις δανείων που έχουν συναφθεί [[κατόπιν]] υπογραφής ομολόγων <b>(Ανδοκ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>συμβολ</i>- του [[συμβάλλω]] (<b>πρβλ.</b> [[συμβολή]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αιον</i> (<b>πρβλ.</b> <i>παραβόλ</i>-<i>αιον</i>)].
}}
}}