3,277,649
edits
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[ἐπιπολή]])<br /><b>1.</b> η [[επιφάνεια]], το [[πάνω]] [[μέρος]] ενός πράγματος, [[απανωσιά]]<br /><b>2.</b> (γεν. ως επίρρ.) <i>επιπολής</i><br />επιφανειακά, στην [[επιφάνεια]], [[πάνω]] [[πάνω]]<br />(α. «ως να εβουτούσαν τα ράμφη επιπολής του κύματος», Παπαδιαμ.<br />β. «ἐπιπολῆς πεφυτευμένα», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> «ἐξ ἐπιπολῆς» ή «κατ’ ἐπιπολήν» — επιπόλαια, επιφανειακά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[χωριστά]] πράγματα) η [[τοποθέτηση]] του ενός [[πάνω]] στο [[άλλο]]<br /><b>2.</b> (η γεν. ως επίρρ.) <i>ἐπιπολῆς</i><br />α) [[προς]] τα [[πάνω]], [[ψηλά]] («ἐπιπολῆς τὸ σιναρὸν [[σκέλος]] ἔχοντα», Ιπποκρ.)<br />β) [[υπεράνω]] («ἐπιπολῆς | |mltxt=η (AM [[ἐπιπολή]])<br /><b>1.</b> η [[επιφάνεια]], το [[πάνω]] [[μέρος]] ενός πράγματος, [[απανωσιά]]<br /><b>2.</b> (γεν. ως επίρρ.) <i>επιπολής</i><br />επιφανειακά, στην [[επιφάνεια]], [[πάνω]] [[πάνω]]<br />(α. «ως να εβουτούσαν τα ράμφη επιπολής του κύματος», Παπαδιαμ.<br />β. «ἐπιπολῆς πεφυτευμένα», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> «ἐξ ἐπιπολῆς» ή «κατ’ ἐπιπολήν» — επιπόλαια, επιφανειακά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[χωριστά]] πράγματα) η [[τοποθέτηση]] του ενός [[πάνω]] στο [[άλλο]]<br /><b>2.</b> (η γεν. ως επίρρ.) <i>ἐπιπολῆς</i><br />α) [[προς]] τα [[πάνω]], [[ψηλά]] («ἐπιπολῆς τὸ σιναρὸν [[σκέλος]] ἔχοντα», Ιπποκρ.)<br />β) [[υπεράνω]] («ἐπιπολῆς τοῦ σήματος», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> (με ουδ. [[άρθρο]] εν. ή πληθ. ως ουσ.) <i>τὸ</i>, <i>τὰ ἐπιπολῆς</i><br />[[προς]] την [[επιφάνεια]], η [[επιφάνεια]] («τοῡ σώματος τῶν ἐπιπολῆς τε καὶ τὰ [[ἐντός]]», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ουσ. [[επιπολή]] προήλθε υποχωρητικώς από γεν. <i>επιπολής</i> (πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>επί πολής</i>), η οποία απαντά στην Αρχαία ως [[επίρρημα]] «επιφανειακά, [[πάνω]] [[πάνω]]». Το β’ συνθετικό της λέξεως συνδέθηκε με τα [[πέλομαι]] «κινούμαι, κατευθύνομαι», [[πόλος]], που ανάγονται σε ΙE <i>k</i><sup>w</sup><i>el</i>- «[[στρέφω]], [[γυρίζω]], κινούμαι, [[ολόγυρα]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>έπιπλα</i>). Η υποτεθείσα [[σχέση]] με τις λ. [[παλάμη]], σουηδ. <i>fala</i> «[[πεδιάδα]] ([[χωρίς]] δέντρα)», αρχ. σλαβ. <i>polje</i> «[[αγρός]], [[χωράφι]]» παραμένει αβέβαιη. Αξιοσημείωτο παράγωγο της λ. [[είναι]] το επίθ. [[επιπόλαιος]] (<span style="color: red;"><</span> [[επιπολή]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ιος</i>), το οποίο από την αρχαία σημ. «αυτός που βρίσκεται στην [[επιφάνεια]], ο [[φανερός]]» μετέπεσε στη γνωστή νεοελλ. σημ. «[[επιφανειακός]] στις κρίσεις του, [[άστατος]], [[απερίσκεπτος]]». | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |