πρόνοια: Difference between revisions

m
Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι"
m (Text replacement - "shew" to "show")
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ, και ιων. τ. προνοίη Α [[πρόνους]]<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[προνοώ]], η εκ τών προτέρων [[σκέψη]], η [[πρόβλεψη]] (α. «είχε την [[πρόνοια]] να μην το διακινδυνεύσει» β. «οὐ τῇ ἐμῇ προνοίᾳ μᾱλλον ἐγίγνετο ἢ τύχῃ», Αντιφ.)<br /><b>2.</b> [[σύνεση]], [[περίσκεψη]]<br /><b>3.</b> [[μέριμνα]], [[φροντίδα]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[θεία]] [[πρόνοια]]»<br /><b>(δογμ.)</b> η [[ενέργεια]] του τριαδικού θεού με την οποία συναρτάται και κατευθύνεται το ανθρώπινο [[γένος]] [[προς]] τον τελικό του σκοπό για τη [[σωτηρία]] του ανθρώπου και την [[ανακαίνιση]] του κόσμου<br />β) «από [[πρόνοια]]» και «ἀπὸ προνοίας» — για λόγους προφύλαξης (α. «από [[πρόνοια]] πήρε αυτά τα [[μέτρα]]» β. «οὐδὲν γὰρ ἐπωλεῑτο ἀπὸ προνοίας τῶν Ἐρετριῶν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[λαμβάνω]] [[πρόνοια]]» — [[φροντίζω]], [[μεριμνώ]] («το [[κράτος]] [[πρέπει]] να λάβει [[πρόνοια]] για τους ανέργους»)<br />β) «[[πρόγραμμα]] κοινωνικής πρόνοιας» — κυβερνητικό [[πρόγραμμα]] που στοχεύει στην [[προστασία]] τών πολιτών από τους οικονομικούς κινδύνους και τις ανασφάλειες της ζωής<br />γ) «[[κράτος]] πρόνοιας» — [[πλέγμα]] θεσμών και νομοθετικών ρυθμίσεων με το οποίο διασφαλίζεται η [[παροχή]] στους πολίτες και [[κατά]] [[προτεραιότητα]] στους οικονομικά ασθενέστερους, στους ηλικιωμένους και στους αδικημένους από τη [[φύση]], [[καθώς]] και στα [[παιδιά]] και στις μητέρες, πλήρους ιατροφαρμακευτικής και νοσοκομειακής περίθαλψης [[καθώς]] και κοινωνικής προστασίας και μέριμνας<br /><b>μσν.</b><br />[[χαρακτηρισμός]] της ειδικής σχέσης [[μεταξύ]] ενός μεγάλου γαιοκτήμονα και της έκτασης γης που του παραχωρούσε η Βυζαντινή Αυτοκρατορία, με συγκεκριμένη [[αποστολή]] και [[κυρίως]] για τον εποικισμό της περιοχής, την περιφρούρησή της από τις βαρβαρικές επιδρομές, την [[προσφορά]] στον αυτοκρατορικό στρατό ορισμένου αριθμού οπλισμένων ιπποτών ή στρατιωτών, την [[καταβολή]] στο [[κράτος]] ενός ποσοστού της παραγωγής κ.ά., θεσμού που αποτελούσε ισόβιο [[προνόμιο]] [[συνήθως]] μεγάλων στρατηγών του Βυζαντίου [[μέχρι]] τον 11ο αιώνα [[αλλά]] ο [[οποίος]] εξελίχθηκε στη [[συνέχεια]] σε κληρονομικό [[δικαίωμα]] και προσέλαβε τον χαρακτήρα του τιμαρίου, του φέουδου («ἄρχοντες ἕξι ἐξήβαλαν καὶ ἄλλους ἕξι Φράγκους [[ὅπως]] νὰ ἰμοιράσουσιν τὸν [[τόπο]] καὶ προνοῑες», Χρον. Μoρ.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />η ανώτερη [[νόηση]] του θείου («οὐ δοκεῑ σοι καὶ [[τάδε]] προνοίας ἔργοις ἐοικέναι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επιφύλαξη]], [[προφύλαξη]]<br /><b>2.</b> [[προφητεία]] («[[τοὔπος]] τὸ θεόπροπον... τῆς παλαιφάτου προνοίας», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> η εκ τών προτέρων [[απόφαση]] ή η [[απόφαση]] που ανάγεται στο [[μέλλον]] («προνοίαισι τοῦ πεπρωμένου», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>ιατρ.</b> [[πρόγνωση]]<br /><b>5.</b> η [[φροντίδα]] του θεού για τα εγκόσμια («θείᾳ τινὶ προνοίᾳ τὰς ἠπείρους διῃρῆσθαι», <b>Ηρωδιαν.</b>)<br /><b>6.</b> θεόσταλτη [[έμπνευση]]<br /><b>7.</b> το [[αξίωμα]] του προνοητή<br /><b>8.</b> (στους Πυθαγορείους) [[ονομασία]] του αριθμού [[πέντε]]<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐκ προνοίας» — εσκεμμένα, εκ προθέσεως, [[επίτηδες]]<br />β) «πρόνοιαν ἔχω τινός» και «πρόνοιαν ἔχω [[περί]] [ή [[ὑπέρ]]] τινος» — [[μεριμνώ]], [[φροντίζω]]<br />γ) «προνοίας ἀξιοῡμαι» — μέ φροντίζουν δ) «πρόνοιαν ποιοῡμαί τινος» — [[υπολογίζω]], [[σκέπτομαι]] κάποιον ή [[κάτι]]<br />ε) «προνοίᾳ τινός» — για [[χάρη]] κάποιου<br />στ) «Πρόνοια Ἀθηνᾱ» — [[προσωνυμία]] της Αθηνάς στους Δελφούς, όπου λατρευόταν ως θεά της πρόνοιας.
|mltxt=η, ΝΜΑ, και ιων. τ. προνοίη Α [[πρόνους]]<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[προνοώ]], η εκ τών προτέρων [[σκέψη]], η [[πρόβλεψη]] (α. «είχε την [[πρόνοια]] να μην το διακινδυνεύσει» β. «οὐ τῇ ἐμῇ προνοίᾳ μᾱλλον ἐγίγνετο ἢ τύχῃ», Αντιφ.)<br /><b>2.</b> [[σύνεση]], [[περίσκεψη]]<br /><b>3.</b> [[μέριμνα]], [[φροντίδα]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[θεία]] [[πρόνοια]]»<br /><b>(δογμ.)</b> η [[ενέργεια]] του τριαδικού θεού με την οποία συναρτάται και κατευθύνεται το ανθρώπινο [[γένος]] [[προς]] τον τελικό του σκοπό για τη [[σωτηρία]] του ανθρώπου και την [[ανακαίνιση]] του κόσμου<br />β) «από [[πρόνοια]]» και «ἀπὸ προνοίας» — για λόγους προφύλαξης (α. «από [[πρόνοια]] πήρε αυτά τα [[μέτρα]]» β. «οὐδὲν γὰρ ἐπωλεῑτο ἀπὸ προνοίας τῶν Ἐρετριῶν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[λαμβάνω]] [[πρόνοια]]» — [[φροντίζω]], [[μεριμνώ]] («το [[κράτος]] [[πρέπει]] να λάβει [[πρόνοια]] για τους ανέργους»)<br />β) «[[πρόγραμμα]] κοινωνικής πρόνοιας» — κυβερνητικό [[πρόγραμμα]] που στοχεύει στην [[προστασία]] τών πολιτών από τους οικονομικούς κινδύνους και τις ανασφάλειες της ζωής<br />γ) «[[κράτος]] πρόνοιας» — [[πλέγμα]] θεσμών και νομοθετικών ρυθμίσεων με το οποίο διασφαλίζεται η [[παροχή]] στους πολίτες και [[κατά]] [[προτεραιότητα]] στους οικονομικά ασθενέστερους, στους ηλικιωμένους και στους αδικημένους από τη [[φύση]], [[καθώς]] και στα [[παιδιά]] και στις μητέρες, πλήρους ιατροφαρμακευτικής και νοσοκομειακής περίθαλψης [[καθώς]] και κοινωνικής προστασίας και μέριμνας<br /><b>μσν.</b><br />[[χαρακτηρισμός]] της ειδικής σχέσης [[μεταξύ]] ενός μεγάλου γαιοκτήμονα και της έκτασης γης που του παραχωρούσε η Βυζαντινή Αυτοκρατορία, με συγκεκριμένη [[αποστολή]] και [[κυρίως]] για τον εποικισμό της περιοχής, την περιφρούρησή της από τις βαρβαρικές επιδρομές, την [[προσφορά]] στον αυτοκρατορικό στρατό ορισμένου αριθμού οπλισμένων ιπποτών ή στρατιωτών, την [[καταβολή]] στο [[κράτος]] ενός ποσοστού της παραγωγής κ.ά., θεσμού που αποτελούσε ισόβιο [[προνόμιο]] [[συνήθως]] μεγάλων στρατηγών του Βυζαντίου [[μέχρι]] τον 11ο αιώνα [[αλλά]] ο [[οποίος]] εξελίχθηκε στη [[συνέχεια]] σε κληρονομικό [[δικαίωμα]] και προσέλαβε τον χαρακτήρα του τιμαρίου, του φέουδου («ἄρχοντες ἕξι ἐξήβαλαν καὶ ἄλλους ἕξι Φράγκους [[ὅπως]] νὰ ἰμοιράσουσιν τὸν [[τόπο]] καὶ προνοῑες», Χρον. Μoρ.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />η ανώτερη [[νόηση]] του θείου («οὐ δοκεῑ σοι καὶ [[τάδε]] προνοίας ἔργοις ἐοικέναι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επιφύλαξη]], [[προφύλαξη]]<br /><b>2.</b> [[προφητεία]] («[[τοὔπος]] τὸ θεόπροπον... τῆς παλαιφάτου προνοίας», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> η εκ τών προτέρων [[απόφαση]] ή η [[απόφαση]] που ανάγεται στο [[μέλλον]] («προνοίαισι τοῦ πεπρωμένου», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>ιατρ.</b> [[πρόγνωση]]<br /><b>5.</b> η [[φροντίδα]] του θεού για τα εγκόσμια («θείᾳ τινὶ προνοίᾳ τὰς ἠπείρους διῃρῆσθαι», <b>Ηρωδιαν.</b>)<br /><b>6.</b> θεόσταλτη [[έμπνευση]]<br /><b>7.</b> το [[αξίωμα]] του προνοητή<br /><b>8.</b> (στους Πυθαγορείους) [[ονομασία]] του αριθμού [[πέντε]]<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐκ προνοίας» — εσκεμμένα, εκ προθέσεως, [[επίτηδες]]<br />β) «πρόνοιαν ἔχω τινός» και «πρόνοιαν ἔχω [[περί]] [ή [[ὑπέρ]]] τινος» — [[μεριμνώ]], [[φροντίζω]]<br />γ) «προνοίας ἀξιοῦμαι» — μέ φροντίζουν δ) «πρόνοιαν ποιοῡμαί τινος» — [[υπολογίζω]], [[σκέπτομαι]] κάποιον ή [[κάτι]]<br />ε) «προνοίᾳ τινός» — για [[χάρη]] κάποιου<br />στ) «Πρόνοια Ἀθηνᾱ» — [[προσωνυμία]] της Αθηνάς στους Δελφούς, όπου λατρευόταν ως θεά της πρόνοιας.
}}
}}
{{lsm
{{lsm